'Αρθρο 10
Φορολογία του εισοδήματος των εταιριών,
κοινοπραξιών και κοινωνιών που ασκούν
επιχείρηση ή επάγγελμα

1. Τα καθαρά κέρδη των υποχρέων, που αναφέρονται στην παρ. 4 του
άρθρου 2, όπως αυτά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις αυτού του
νόμου, φορολογούνται με συντελεστή τριανταπέντε τοις εκατό (35%) μετά
την αφαίρεση:
α) των κερδών τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή φορολογούνται
αυτοτελώς,
β) των κερδών τα οποία προέρχονται από μερίσματα ημεδαπών ανωνύμων
εταιριών ή συνεταιρισμών ή κερδών αμοιβαίων κεφαλαίων ή κερδών από
μερίδια εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή από τη συμμετοχή σε υπο-
χρέους που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 2,

" γ) ειδικώς, προκειμένου για τις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες
από τα κέρδη που απομένουν ύστερα από την εφαρμογή των διατάξεων των ως
άνω περιπτώσεων α και β', αφαιρείται επιχειρηματική αμοιβή, για μέχρι
τρεις ομόρρυθμους εταίρους φυσικά πρόσωπα με τα μεγαλύτερα ποσοστά
συμμετοχής. Σε περίπτωση περισσοτέρων με ίσα ποσοστά συμμετοχής, οι
δικαιούχοι επιχειρηματικής αμοιβής καθορίζονται από την εταιρία και
δηλώνονται με την οικεία αρχική ετήσια εμπρόθεσμη δήλωσή τους. Τα
ποσοστά αυτά δεν ισχύουν για τις εταιρίες του άρθρου 13 του ν. 718/1977
(ΦΕΚ 304 Α'). Η επιχειρηματική αμοιβή προσδιορίζεται με την εφαρμογή
του ποσοστού συμμετοχής αυτού του εταίρου στο πενήντα τοις εκατό (50%)
αυτών των κερδών της εταιρίας, που δηλώθηκαν με την αρχική εμπρόθεσμη
δήλωση.
'Οταν η αρχική δήλωση υποβάλλεται εκπρόθεσμα και μέχρι τριάντα (30)
ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της, εξακολουθεί να ισχύει
το δικαίωμα αφαίρεσης της επιχειρηματικής αμοιβής από τα κέρδη. Σε
περίπτωση συμμετοχής του υπόχρεου φυσικού προσώπου, ως ομόρρυθμου
εταίρου ή διαχειριστή εταίρου εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε
περισσότερες εταιρίες, αυτός δικαιούται επιχειρηματική αμοιβή, από μια
από αυτές, κατ' επιλογήν του. Η επιλογή αυτή δηλώνεται με την οικεία
αρχική εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη, κατά περίπτωση, δήλωση της εταιρίας και
δεν ανακαλείται".

*** Η περ.γ'αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.2 άρθρ.4 Ν.2390/1996
(Α 54) και ισχύει για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η
Ιανουαρίου 1995 και μετά.

Με την επιβολή αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση,
επί των κερδών αυτών,των προσώπων που συμμετέχουν σε αυτούς τους υπο-
χρέους.

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Γεννάται ζήτημα ως προς το άνω τελευταίο εδάφιο:
Αν θεωρηθεί ως διάταξη της αντικατασταθείσας περ.γ', πρέπει να
απαλειφθεί αφού η παρ.2 άρθρ.4 Ν.2390/1996 δεν το περιλαμβάνει στη
νέα ως άνω περ.γ'. Αν όμως συνιστά αυτοτελές εδάφιο της παρ.1
εξακολουθεί να ισχύει.

2. Αν στο συνολικό εισόδημα περιλαμβάνεται και εισόδημα από ακίνητα,
το ακαθάριστο ποσό αυτού υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο ο
οποίος υπολογίζεται με συντελεστή τρία τοις εκατό (3%). Το ποσό του
συμπληρωματικού φόρου αυτής της παραγράφου δεν μπορεί να είναι
μεγαλύτερο από το ποσό του φόρου που αναλογεί στο συνολικό εισόδημα του
υποχρέου, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3. Από το συνολικό ποσό του φόρου που αναλογεί στο φορολογούμενο
εισόδημα και του συμπληρωματικού φόρου εκπίπτουν:

α) Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 52, 54, 55 και 58 στο εισόδημα που υπόκειται σε
φόρο με βάση αυτό το άρθρο.

β) Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το
εισόδημα που προέκυψε σε αυτήν και υπόκειται σε φόρο. Ο φόρος αυτός σε
καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το ποσό του φόρου που
αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα.

4. 'Οταν το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε είναι
μεγαλύτερο από το ποσό του φόρου που αναλογεί, τούτο συμψηφίζεται στο
τυχόν υπόλοιπο ποσό που προκύπτει για βεβαίωση.

5. Για την εξεύρεση του συνολικού καθαρού φορολογητέου εισοδήματος
των υποχρέων της παρ. 4 του άρθρου 2, εφαρμόζονται αναλόγως οι
διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 7 του αρθρου 4.

'Αρθρο 14
Αυτοτελής φορολόγηση εισοδήματος
από μισθωτές υπηρεσίες

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης γ' της παρ. 4 του
άρθρου 45, φορολογούνται αυτοτελώς, εξαντλουμένης της φορολογικής
υποχρεώσεως, τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται στους δι-
καιούχους με βάση:

α) το άρθρο 1 του β.δ. 16/18 Ιουλίου 1920 (ΦΕΚ 158 Α'),

β) το ν. 2112/1920 (ΦΕΚ 67 Α'),

γ) το άρθρο 94 του ν.δ. 3026/1954 (ΦΕΚ 235 Α').

Ο φόρος υπολογίζεται με βάση την κλίμακα της παρ. 1 του άρθρου 9, στο
καθαρό ποσό της αποζημίωσης, μετά την αφαίρεση ποσού ενός εκατομμυρίου
(1.000.000) δραχμών που δεν θεωρείται εισόδημα και παρακρατείται κατά
την πληρωμή της στο δικαιούχο.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης γ' της παρ. 4 του
άρθρου 45, οι διατάξεις αυτής της περίπτωσης εφαρμόζονται αναλόγως και
για κάθε εφάπαξ αποζημίωση που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για
οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσης η οποία συνδέει το φορέα με το
δικαιούχο της αποζημίωσης. Αν το ποσό που καταβάλλεται στο δικαιούχο
της αποζημίωσης υπερβαίνει εκείνο που θα έπρεπε να του καταβληθεί,
σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης που
του καταβάλλεται φορολογείται με την πιο πάνω κλίμακα.

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η φορολογική αρχή που ειναι
αρμόδια για την επιστροφή του φόρου στο δικαιούχο, σε περίπτωση που το
ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε υπερβαίνει αυτό που οφείλεται.

"2. Τα χρηματικά ποσά που
καταβάλλονται στους ποδοσφαιριστές, καλαθοσφαιριστές, προπονητές, καθώς
και τους άλλους αμειβόμενους αθλητές, κατά περίπτωση, από τις
ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες ή τα αναγνωρισμένα αθλητικά σωματεία,
κατά την υπογραφή του συμβολαίου μετεγγραφής ή την ανανέωση του
συμβολαίου συνεργασίας, φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου
είκοσι τοις εκατό (20%). Ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται κατά την
πληρωμή. Για την απόδοση του φόρου αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται οι
διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 60. Με την παρακράτηση του φόρου
που ενεργείται σύμφωνα με τα πιο πάνω, εξαντλείται η φορολογική
υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος για τα ποσά αυτά. Οι δικαιούχοι
μπορούν να περιλάβουν το σύνολο αυτών των ποσών στην ετήσια δήλωση
φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους, για να
φορολογηθούν με βάση την κλίμακα του άρθρου 9. Στην περίπτωση αυτή, για
το συμψηφισμό του φόρου που παρακρατήθηκε εφαρμόζονται ανάλογα οι
διατάξεις του ίδιου άρθρου 9".

*** Τα τρία πρώτα εδάφια της παρ.2 αντικαταστάθηκαν ως άνω με την
παρ.9 άρθρ.10 Ν.2459/1997 (Α 17). Ισχύς για τα εισοδήματα που
αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1997 και μετά.

"Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και για τα
χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στους ανωτέρω δικαιούχους από τις
ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες ή τα αναγνωρισμένα αθλητικά σωματεία
για τη συμμετοχή τους σε ευρωπαϊκές ή διεθνείς διοργανώσεις και
αποτελούν μέρος των όσων εισπράττουν σε συνάλλαγμα οι Π.Α.Ε. ή τα
αναγνωρισμένα αθλητικά σωματεία από ευρωπαϊκούς ή διεθνείς οργανισμούς
για τις διοργανώσεις αυτές."

*** Το άνω εντός " " εδάφιο προστέθηκε με την παρ.28 άρθρ.4
Ν.2390/1996 (Α 54)

3. Οι αποδοχές των προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση εργασίας
ιδιωτικού δικαίου στα ελληνικά σχολεία που λειτουργούν στην
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και έχουν την ελληνική υπηκοό-
τητα ή την ελληνική και τη γερμανική υπηκοότητα ή μόνο τη γερμανική ή
είναι υπήκοοι τρίτης χώρας και πληρώνονται από το Ελληνικό Δημόσιο ή
φορέα που βρίσκεται στην αλλοδαπή και αποτελεί υποδιαίρεση του
Ελληνικού Δημοσίου ή υπηρεσία αυτού, υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, ο
οποίος υπολογίζεται με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) στο ποσό των
αποδοχών πριν από κάθε κράτηση που τις βαρύνει, και εξαντλείται η
φορολογική υποχρέωση για τις αποδοχές αυτές. Ο φόρος που αναλογεί με
βάση το συντελεστή αυτόν παρακρατείται από τον εκκαθαριστή των αποδοχών
κατά την εκκαθάριση αυτών και αποδίδεται με εξαμηνιαίες δηλώσεις στην
αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία. Οι δηλώσεις αυτές, οι οποίες
περιλαμβάνουν το ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, διεύθυνση κατοικίας ή
διαμονής του δικαιούχου, το ποσό αποδοχών, το φόρο που αναλογεί σε
αυτές, καθώς και τον αριθμό και την ημερομηνία του τίτλου εξόφλησης και
του εμβάσματος ή της επιταγής, υποβάλλονται μέσα στο πρώτο δεκα-
πενθήμερο του Σεπτεμβρίου για τα ποσά φόρου που παρακρατήθηκαν κατά τη
διάρκεια του πρώτου ημερολογιακού εξαμήνου κάθε έτους και μέσα στο
πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου για τα ποσά φόρου που παρακρατήθηκαν
κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημερολογιακού εξαμήνου κάθε ετους. Τα
ποσά που παρακρατήθηκαν στέλνονται στη δημόσια οικονομική υπηρεσία
Πληρωμών Αθηνών κάθε μήνα με επιταγές, εμβάσματα, κ.λπ., η οποία στη
συνέχεια, εκδίδει γραμμάτιο συμψηφισμού για τη δημόσια οικονομική
υπηρεσία Γενικών Εσόδων Αθηνών. Οι εκκαθαριστές υποβάλλουν τις
δηλώσεις αυτές, μέσω της Προξενικής Αρχής, στον προιστάμενο της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας Γενικών Εσόδων Αθηνών, ο οποίος
συντάσσει τους οικείους χρηματικούς καταλόγους. Στους δικαιούχους
χορηγούνται βεβαιώσεις αποδοχών στις οποίες, εκτός από τα στοιχεία του
δικαιούχου, αναγράφεται το σύνολο των ακαθάριστων και καθαρών αποδοχών,
οι κρατήσεις που βάρυναν αυτές, ο φόρος που αναλογεί, καθώς και ο φόρος
που παρακρατήθηκε. Οι δικαιούχοι των αποδοχών αυτών υποβάλλουν δήλωση
φόρου εισοδήματος, η οποία συνοδεύεται από την οικεία βεβαίωση
αποδοχών, μέχρι τη 10η Απριλίου κάθε οικονομικού ετους. Για τις
περιπτώσεις αυτές αρμόδιος ορίζεται ο προιστάμενος της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας Γενικών Εσόδων Αθηνών.

Εξαιρούνται της παρούσας οι αμοιβές των προσώπων που υπάγονται στις
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 41, καθώς και του άρθρου 22 του
ν.817/1978 (ΦΕΚ 170 Α').

"4. Το καθαρό ποσό των αποδοχών που παίρνουν τα πρόσωπα που
αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 47 ως μισθωτοί από τους
εργοδότες που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο, κατά το τμήμα που
απομένει μετά την αφαίρεση από αυτό του καθαρού ποσού των αποδοχών τις
οποίες αυτοί θα έπαιρναν αν υπηρετούσαν στο εσωτερικό, φορολογείται
αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Ο φόρος που
προκύπτει παρακρατείται κατά την πληρωμή. Για την απόδοση του φόρου
αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του
άρθρου 59. Με την παρακράτηση του φόρου που ενεργείται σύμφωνα με τα
πιο πάνω εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος για
το ποσό αυτό των αποδοχών.

5.Οι διατάξεις της περίπτωσης α' της παραγράφου 4 του άρθρου 45 δεν
εφαρμόζονται για τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται σύμφωνα με
τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας στους υπαλλήλους των Δημοσίων
Επιχειρήσεων και Οργανισμών καθώς και στα πρόσωπα που εκλέγονται για
τον πρώτο και δεύτερο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης" για τις εκτός έδρας
δαπάνες υπηρεσίας που τους έχουν ανατεθεί. Τα ποσά αυτά φορολογούνται
αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Το ποσό του
φόρου που προκύπτει παρακρατείται κατά την καταβολή των αποζημιώσεων
αυτών από τον υπόχρεο για την καταβολή τους. Για την απόδοση του φόρου
αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του
άρθρου 59. Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση
των δικαιούχων για το ποσό αυτό των αμοιβών.

***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ.11 άρθρ.10 Ν.2459/199 (Α 17) ορίζεται ότι:
" Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 14 του ν. 2238/1994
εφαρμόζονται για τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν από 1η
Ιανουαρίου 1996 και μετά στο προσωπικό της Δημόσιας Επιχείρησης
Ηλεκτρισμού για τις εκτός έδρας δαπάνες υπηρεσίας που τους έχουν
ανατεθεί.
Η απόδοση του φόρου αυτού για τις αποζημιώσεις που καταβλήθηκαν εντός
του έτους 1996 θα γίνει στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέχρι
την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Μαρτίου 1997".

6. Από την αποζημίωση που καταβάλλεται στους δικαιούχους από τους
λογαριασμούς των Δικαιώματα Εκτελέσεως Τελωνειακών Εργασιών (ΔΕΤΕ),
Δικαιώματα Εκτελέσεως Τελωνειακών Εργασιών (ΔΕΤΕ) και Δικαιώματα
Βεβαίωσης και Είσπραξης υπέρ Τρίτων, (ΔΙΒΕΤ) καθώς και από τα ποσοστά
που προβλέπονται από τις παραγράφους 7 και 38 του άρθρου 27 του
ν.2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α')" ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) φορολογείται
αυτοτελώς με συντελεστή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Το ποσό του
φόρου που προκύπτει παρακρατείται κατά την καταβολή των αποζημιώσεων
αυτών από τον υπόχρεο για την καταβολή τους. Για την απόδοση του φόρου
αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του
άρθρου 59. Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση
των δικαιούχων για το ποσό αυτό των αμοιβών.

7. Τα ειδικά επιδόματα επικίνδυνης εργασίας: πτητικό, καταδυτικό,
ναρκαλιείας, αλεξιπτωτιστών, δυτών και υποβρύχιων καταστροφών, που
καταβάλλονται σε αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες των ενόπλων
δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, της πυροσβεστικής υπηρεσίας και του
λιμενικού σώματος, το επίδομα ναρκαλιείας που καταβάλλεται σε ιδιώτες
οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ναρκαλιείας με οποιαδήποτε σχέση στα
Υπουργεία Εθνικής Αμυνας, Δημόσιας Τάξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, καθώς
και τα επιδόματα επικίνδυνης εργασίας που καταβάλλονται στους
δικαιούχους με βάση την παράγραφο 5 του άρθρου 14 του ν.1505/1984 (ΦΕΚ
194 Α") και την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του
ν.1711/1987 (ΦΕΚ 109 Α'), φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου
δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Το ποσό του φόρου που προκύπτει
παρακρατείται κατά την καταβολή των αποζημιώσεων αυτών από τον υπόχρεο
για την καταβολή τους. Για την απόδοση του φόρου αυτής της παραγράφου
εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 59. Με την
παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για
το ποσό αυτό των αμοιβών."

*** Οι παρ.4,5,6 και 7 προστέθηκαν με την παρ.10 άρθρ.10 Ν.2459/1997
(Α 17). Ισχύς για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η
Ιανουαρίου 1997 και μετά.

("8. Το καθαρό ποσό της ειδικής αποζημίωσης που παίρνουν εκτός των
αποδοχών της οργανικής τους θέσης οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί
πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σχολικών μονάδων της
Βαυαρίας της Ομοσπονδίας Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ο.Δ.Γ.), με φορέα
το Προξενείο της Ελλάδας φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου
δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημα αυτό
υπολογίζεται κατά την εκκαθάριση της οικείας ετήσιας δήλωσης φορολογίας
εισοδήματος. Με την καταβολή αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική
υποχρέωση των δικαιούχων για το ποσό αυτό των αμοιβών.

Κάθε άλλη παρακράτηση πέραν των προβλεπομένων από την αντίστοιχη
διακρατική συμφωνία καταργείται.)"

*** Η παρ.8,η οποία προστέθηκε με τη παρ.26 άρθρ.2 Ν.2621/1998
Α 136/23.6.1998 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από 1ης Ιανουαρίου 1999 για τα
εισοδήματα που αποκτώνται από την ημερομηνία αυτή και μετά
με την παρ.13 άρθρ.άρθρ.6 Ν.2740/1999,ΦΕΚ Α 186/16.9.1999.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΑΣ
ΥΛΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

'Αρθρο 15
Προσδιορισμός εισοδήματος με βάση
την τεκμαρτή δαπάνη

Το συνολικό εισόδημα προσδιορίζεται, κατ' εξαίρεση, με βάση τις
δαπάνες διαβίωσης του φορολογουμένου και των πρσσώπων που συνοικούν με
αυτόν και τον βαρύνουν, όταν το συνολικό ποσό των δαπανών που
προσδιορίζεται κατά τα επόμενα άρθρα είναι ανώτερο από το συνολικό
καθαρό εισόδημα των κατηγοριών Α' έως Ζ'. Το εισόδημα που υπόκειται σε
φόρο στην περίπτωση αυτή προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στις
διατάξεις του άρθρου 19.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

'Αρθρο 28

'Εννοια και απόκτηση του εισοδήματος

1. Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις είναι το κέρδος που αποκτάται
από ατομική ή εταιρική επιχείρηση εμπορική, βιομηχανική ή βιοτεχνική ή
από την άσκηση οποιουδήποτε κερδοσκοπικού επαγγέλματος, το οποίο δεν
υπάγεται στα ελευθέρια επαγγέλματα που αναφέρονται στο άρθρο 48.

2. Επιχείρηση αποτελεί και μεμονωμένη ή συμπτωματική πράξη που
αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους, καθώς και η πώληση μέσα σε δύο (2)
χρόνια από την απόκτηση εξ επαχθούς αιτίας εδαφικών εκτάσεων που
βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως και έχουν μεγάλη αξία.

3. Θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις:

α) Το κέρδος από την άσκηση επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων
γενικά, εκτός από τις επιχειρήσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 34, των
οποίων το καθαρό κέρδος εξευρίσκεται με ειδικό τρόπο.

Ως κέρδος θεωρείται η επιπλέον διαφορα μεταξύ της αγοραίας αξίας του
ακινήτου το οποίο πουλήθηκε και της αγοραίας αξίας αυτού κατά το χρόνο
της αγοράς. Η διαφορά αυτή μειώνεται με τις δαπάνες του αρθρου 31 που
βαρύνουν τον πωλητή.

β) Η ωφέλεια που πραγματοποιείται από οργανωμένη επιχείρηση πώλησης
οικοπέδων ή αγροτεμαχίων, τα οποία προέρχονται από εδαφικές εκτάσεις
της επιχείρησης, που βρίσκονται εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως, δήμου ή
κοινότητας, οι οποίες έχουν κατατμηθεί ή ρυμοτομηθεί. Ως ωφέλεια
θεωρείται η επιπλέον διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας της έκτασης η
οποία πουλήθηκε και της αγοραίας αξίας της πριν από την κατάτμηση ή
τη ρυμοτόμηση. Η διαφορά αυτη μειώνεται με τις δαπάνες του άρθρου 31
που βαρύνουν τον πωλητή.

γ) Τα ποσά που καταβάλλουν με τη μορφή μερίσματος ή αμοιβής στα μέλη
τους οι συνεταιρισμοί που έχουν συσταθεί νόμιμα.

δ) Τα κέρδη από παρεπόμενες εργασίες που ενεργούνται από την
επιχείρηση παράλληλα με τον κύριο σκοπό της.

"ε) Η επιχειρηματική αμοιβή του ομόρρυθμου εταίρου, του κοινωνού και
του εταίρου διαχειριστή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, που
προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 10 και 109."

*** Η περ.ε'αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.6 άρθρ.4 Ν.2390/1996
(Α 54) και ισχύει για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η
Ιανουαρίου 1995 και μετά (άρθρ.10 Ν.2390/1996).

στ) Ο μισθός που καταβάλλεται από ανώνυμη εταιρία στα μέλη του
διοικητικού συμβουλιου της, για τις υπηρεσίες που παρέχουν βάσει
ειδικής σύμβασης μίσθωσης εργασίας ή εντολής, εφόσον για τις υπηρεσίες
αυτές τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι ασφαλισμένα σε
οποιονδήποτε, εκτός του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ασφαλιστικό
οργανισμό ή ταμείο.

ζ) Θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και η
πραγματοποιηθείσα αυτόματη υπερτίμηση του πάγιου κεφαλαίου που
χρησιμοποιείται στην επιχειρηση, καθώς και η υπερτίμηση που δεν
πραγματοποιήθηκε, εφόσον αυτή έχει περιληφθει στην απογραφή.

"Kατ' εξαίρεση, η υπερτίμηση από την αναγκαστική απαλλοτρίωση
ακινήτου, το οποίο ιδιοχρησιμοποιείται ή έχει ιδιοχρησιμοποιηθεί
για την άσκηση του αντικειμένου των εργασιών της επιχείρησης,
απαλλάσσεται του φόρου, εφόσον εμφανίζεται σε ιδιαίτερο λογαριασμό
αφορολόγητου αποθεματικού και φορολογείται σε περίπτωση διανομής του
ή διάλυσης της επιχείρησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Kατά
τον υπολογισμό του υπερτιμήματος από την πώληση ακινήτου,
εξαιρουμένου του υπερτιμήματος που προκύπτει από την αναγκαστική
απαλλοτρίωση ακινήτου, ως τιμή πώλησης δεν δύναται να ληφθεί ποσό
μικρότερο της αξίας, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις
διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων."

*** Το δεύτερο εδάφιο της περ. ζ'αντικαταστάθηκε ως άνω με
την παρ.8 άρθρ.22 Ν.2648/1998 Α 238/22.10.1998.
"Ειδικά για τα ακίνητα που αποτέλεσαν αντικείμενο σύμβασης
χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν. 1665/1986 και μεταβιβάζονται είτε λόγω
λήξης της σύμβασης αυτής ή εξαγοράζονται πριν από τη λήξη της μίσθωσης
από το μισθωτή, ως αξία πώλησης αυτών λαμβάνεται αυτή που καθορίζεται
από τους όρους της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης που είχε υπογραφεί.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις
που το ακίνητο μεταβιβάζεται σε τρίτο πρόσωπο πλην του μισθωτή ή των
κληρονόμων του, εφόσον υπεισέλθουν στη θέση του θανόντος μισθωτή, λόγω
κληρονομικής διαδοχής, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις".

*** Το τελευταίο εδάφιο της περ.ζ'προστέθηκε με την παρ.8
άρθρ.26 Ν.2682/1999 Α 16.

η) Οι τόκοι που ορίζονται από την παράγραφο 4 του άρθρου 25.

"θ.Οι αποδόσεις από συμβάσεις ή πράξεις επί παραγώγων
χρηματοοικονομικών προϊόντων που πραγματοποιούν επιτηδευματίες που
τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του ΚΒΣ. Ως παράγωγα χρηματοοικονομικά
προϊόντα νοούνται τα χρηματοοικονομικά μέσα που αναφέρονται στην
περίπτωση η της παραγράφου 1 του άρθρου 24".

*** Η περ.θ' προστέθηκε με την παρ.7 άρθρ.16α Ν.2459/1997.

4. Τα κατά το άρθρο αυτό εισοδήματα και κέρδη των επιχειρήσεων, που
λειτουργούν με τη μορφή ομόρρυθμης ετερόρρυθμης και περιορισμένης
ευθύνης εταιρίας, κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας
κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθώς και συνεταιρισμών θεωρείται ότι
αποκτήθηκαν:

α) Στις περιπτώσεις της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης και περιορισμένης
ευθύνης εταιρίας, της κοινοπραξίας, καινωνίας και αστικής εταιρίας
κερδοσκοπικού χαρακτήρα από κάθε έναν εταίρο ή μέλος, για το ποσοστό
των κερδών που του αναλογεί από τη συμμετοχή του στην εταιρία,
κόινοπραξία ή κοινωνία.

Ως χρόνος κτησης, για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία τρίτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, θεωρείται η ημερομηνία
στην οποία κλείστηκε η διαχείριση και προκειμένου για εταιρία
περιορισμένης ευθύνης, η ημερομηνία που εγκρίθηκε ο ισολογισμός της από
τη συνέλευση των εταίρων. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί ο ισολογισμός
της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3)
μηνών από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, το εισόδημα λογίζεται
ότι αποκτιέται από αυτούς που εχουν την ιδιότητα του εταίρου την
τελευταία ημέρα αυτού του τριμήνου. Σε περίπτωση λύσης, συγχώνευσης ή
μετατροπής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, το εισόδημα λογίζεται
ότι αποκτιέται από αυτούς που έχουν την ιδιότητα του εταίρου την
ημερομηνία της λύσης, συγχώνευσης ή μετατροπής, κατά περίπτωση. Αν η
λύση, συγχώνευση ή μετατροπή επέρχεται πριν από την ηάροδο τριών (3)
μηνών από τη λήξη της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου και εφόσον ο
ισολογισμός δεν έχει εγκριθεί από τη συνέλευση των εταίρων, το εισόδημα
και των δύο διαχειριστικών περιόδων λογίζεται ότι αποκτιέται από αυτούς
που εχουν την ιδιότητα του εταίρου την ημερομηνία της λύσης,
συγχώνευσης ή μετατροπής της εταιρίας.

β) Στην περίπτωση της συμμετοχικής (αφανούς) εταιρίας, από τον εμφανή
εταίρο για το σύνολο των κερδών της εταιρίας.

γ) Στις περιπτώσεις των συνεταιρισμών που έχουν συσταθεί νόμιμα, από
κάθε συνετοίρο για το μέρισμα ή την αμοιβή που του καταβλήθηκε. Η
ύπαρξη των εταιριών που αναφέρονται στην περίπτωση α' αποδεικνύεται με
εγκυρο συστατικό έγγραφο δημοσιευμένο, σύμφωνα με όσα ορίζει ο
εμπορικός νόμος. Η κοινοπραξία αναγνωρίζεται εφόσον έχουν πληρωθεί οι
προϋποθέσεις που ορίζονται από τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων. Αντέγγραφα για την εικονικότητα είτε των σχέσεων αυτών, είτε
των όρων που συνδέουν τα μέρη τούτων γενικά, δεν αναγνωρίζονται.

5. Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προυποθέσεις που ορίζονται στην
παράγραφο 1 του άρθρου 29, ως εισόδημα λαμβάνεται:

α) Για διαχειριστική περίοδο μικρότερη από δώδεκα (12) μήνες, το
κέρδος που προέκυψε κατά τη διάρκειά της

β) Για διαχειριστική περίοδο μεγαλύτερη από δώδεκα (12) μήνες, το
κέρδος που προέκυψε από την έναρξη της περιόδου μέχρι την ημερομηνία
έναρξης του υπολειπόμενου δωδεκάμηνου τμήματος, το οποίο υπολογίζεται
κατά προσέγγιση. Το εισόδημα αυτό αφαιρείται από το εισόδημα της
υπερδωδεκάμηνης διαχειρισπκής περιόδου και το υπόλοιπο που αποτελει
εισάδημα της δωδεκάμηνης περιόδου φορολογείται στο επόμενο οικονομικό
έτος.

'Αρθρο 30

Ακαθάριστο εισόδημα

1. Ως ακαθάριστο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις λαμβάνεται το
συνολο των ακαθάριστων εσόδων από τις κάθε είδους εμπορικές συναλλαγές
αυτών.

2. Ο προσδιορισμός των ακαθάριστων εσόδων των εμπορικών επιχειρήσεων
ενεργείται ως ακολούθως:

α) Για επιχειρήσεις που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία δεύτερης ή
τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα
εξευρίσκονται με βάση τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων.

Εξαιρετικά, για επιχειρήσεις πρακτόρων κρατικών λαχείων,ως ακαθάριστα
έσοδα λαμβάνονται για μεν τις λιανικές πωλήσεις λαχείων που
διενεργούνται μέσω των καταστημάτων τους, η προμήθεια που δικαιούνται,
για δε τις χονδρικές πωλήσεις,ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί της
ονομαστικής αξίας των λαχείων για τη μεσολάβηση πώλησης αυτών.

β) Για επιχειρήσεις που τηρούν ακριβή βιβλία και στοιχεία πρώτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα
εξευρίσκονται με την προσθήκη του μικτού κέρδους στο συνολικό κόστος
των εμπορεύσιμων αγαθών, χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, τα οποία
αγοράστηκαν μέσα στη χρήση ή των έτοψων πρόιόντων που εχουν παραχθεί
από τις πρώτες και βοηθηηκές ύλες που αγοράστηκαν μέσα στην ιδια4Ιό
χρήση. Το μικτό εμπορικό ή βιομηχανικό κέρδος, κατά περίπτωση,
βρίσκεται με σύγκριση των τιμών κτησης και πώλησης των αγαθών που
διατέθηκαν από την επιχείρηση. Σε περίπτωση που για την κρινόμενη
επιχείρηση δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία, λαμβάνεται υπόψη ο συντελεστής
μικτού κέρδους άλλων ομοειδών επιχειρήσεων. 'Οταν το μικτά κέρδος
καθορίζεται από το Υπουργείο Εμπορίου, προκειμένου να προσδιοριστούν
τα ακαθάριστα έσοδα, ως ποσοστό μικτού κέρδους λαμβάνεται το ανώτατο
όριο του συντελεστή που έχει καθοριστεί από το Υπουργείο αυτό.

Σε περίπτωση που το Υπουργείο Εμπορίου έχει καθορίσει δραχμικό μικτό
κέρδος γίνεται αναγωγή αυτού σε ποσοστιαίο. Για την εφαρμογή των
διατάξεων της παραγράφου αυτής, θεωρείται ότι τα εμπορεύσιμα αγαθά
πουλήθηκαν όλα μέσα στη χρήση και ότι οι πρώτες και βοηθητικές ύλες
μεταποιήθηκαν και πουλήθηκαν μέσα στη χρήση ως έτοιμα προϊόντα,
ανεξάρτητα από το αν η διάθεσή τους γίνεται χονδρικώς ή λιανικώς. Στις
επιχειρήσεις που αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες τους και εφόσον
το επόμενο έτος συνεχίζουν να τηρούν βιβλια πρώτης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, θεωρείται ότι πουλήθηκαν μέσα στη χρήση
από τα εμπορεύσιμα αγαθά, τόσα δωδέκατα αυτών όσοι οι μήνες της
πραγματικής λειτουργίας της επιχείρησης. Τμήμα του μήνα λογίζεται ως
ακέραιος μήνας.

Το υπόλοιπο ποσό προστίθεται στις αγορές του αμέσως επόμενου έτους
και λογίζεται ως αγορά του έτους αυτού. Σε περίπτωση αλλαγής της
κατηγορίας των βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται από την επιχείρηση:

αα) Απά την πρώτη στη δεύτερη κατηγορία, τα ακαθάριστα έσοδα κατά τη
διαχειριστική περίοδο, κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία
δεύτερης κατηγορίας, δεν μπορούν να υπερβούν τα ακαθάριστα έσοδα, τα
οποια βρίσκονται με βάση τα αγορασθέντα εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα
έτοιμα προϊόντα μέσα σε αυτήν την περίοδο.

'Οταν όμως τα ακαθάριστα έσοδα αυτής της περιόδου του προκύπτουν με
βάση τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων, μειωμένα κατά τα ακαθάριστα
έσοδα της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου, κατά την οποία είχαν
τηρηθεί βιβλία πρώτης κατηγορίας, είναι μεγαλύτερα από τα ακαθάριστα
έσοδα της ίδιας περιόδου που βρίσκονται με βάση τα αγορασθέντα
εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προιόντα, τότε τα μεγαλύτερα
αυτά ακαθάριστα έσοδα θεωρούνται ως έσοδα της διαχειριστικής περιόδου,
κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία δεύτερης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλιων και Στοιχείων.

ββ) Από την πρώτη στην τρίτη κατηγορία, τα ακαθάριστα έσοδα κατά την
τελευταία, πριν από την αλλαγή της κατηγορίας των βιβλίων,
διαχειριστική περίοδο βρίσκονται με βάση τα αγορασθέντα κατά την
περίοδο αυτή εμπορεύσιμα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προϊόντα, μειωμένα
κατά την αξία των αγαθών που εμφανίζονται στην απογραφή έναρξης της
διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία έγινε η αλλαγή της κατηγορίας
βιβλίων.

γγ) Από τη δεύτερη ή τρίτη στην πρώτη κατηγορια, τα ακαθάριστα έσοδα
κατά τη διαχειριστική περιοδο, κατά την οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά
βιβλια πρώτης κατηγορίας βρίσκονται με βάση την αξία των αγορασθέντων
κατά την περίοδο αυτή εμπορεύσιμων αγαθών ή παραχθέντων προιόντων, η
οποία προσαυξάνεται με την αξία των εμπορεύσιμων αγαθών ή παραχθέντων
έτοιμων προιόντων που αποδειγμένα δεν διατέθηκαν ή δεν
χρησιμοποιήθηκαν, εφόσον τηρήθηκαν βιβλία δεύτερης κατηγορίας ή που
εμφανίζονται στην απογραφή, εφόσον τηρήθηκαν βιβλία τρίτης κατηγορίας
του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων,

γ) Για επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχειων ή τα τηρούμενα είναι κατώτερα της προσήκουσας
κατηγορίας ή ανεπαρκή ή ανακριβή, τα ακαθάριστα έσοδα προσδιορίζονται
εξωλογιστικά, με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που διαθέτει ο
προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας για την έκταση της
συναλλακτικής δράσης και τις συνθήκες λειτουργιας της επιχειρησης. Στην
περίπτωση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι αγορές, οι πωλήσεις και το μικτό
κέρδος που εμφανίζει η επιχειρηση, το μικτό κέρδος που πραγματοποιείται
από ομοειδείς επιχειρήσεις που λειτουργούν με παρόμοιες συνθήκες, το
οπασχολούμενο προσωπικό, το ύψος των κεφαλαιων που έχουν επενδυθεί,
καθώς και των ίδιων κεφαλαιων κίνησης, το ποσό των δανείων και των
πιστώσεων, το ποσό των εξόδων παραγωγής και διάθεσης των εμπορευμάτων,
των εξόδων διαχείρισης και γενικά κάθε επαγγελματική δαπάνη.

3. Στις περιπτώσεις β' και γ' της προηγούμενης παραγράφου, η κρίση
του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσιας για τον
προσδιορισμό των ακαθάριστων εσόδων πρέπει να μην απέχει από τα
δεδομένα της κοινής πείρας.

4. Ειδικά η αξία παραγγελιών λουλουδιών, η οποία διακανονίζεται με τη
μεσολάβηση επιτηδευματιών ή άλλων προσώπων, συνιστά πώληση αγαθών για
τον, ανθοπώλη που εκτελεί την παραγγελια, μειώμένη αατά τα ποσά
προμηθειών.

'Αρθρο 31

Λογιστικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος

1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων, που τηρούν επαρκή και ακριβή
βιβλία και στοιχεία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων,
καθώς και των επιχειρήσεων που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και
στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, εφόσον
αυτές παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες και στερούνται αξιόλογων
αποθεμάτων κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, εξευρίσκεται
λογιστικώς με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά ορίζονται στο
προηγούμενο άρθρο, των ακόλουθων εξόδων:

α) Των γενικών εξόδων διαχείρισης, στα οποια περιλαμβάνονται και:

αα) Τα έξοδα μισθοδοσίας και αμοιβής του προσωπικού, εφόσον έχουν
καταβληθεί ή βεβαιωθεί οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α. ή άλλου
ασφαλιστικού οργανισμού, εκτός αν από την κείμενη νομοθεσία
προβλέπεται μερική ή ολική απαλλαγη απά την υποχρέωση για την καταβολή
εισφορών. Επίσης, τα έξοδα μισθοδοσίας του υπαλληλικού προσωπικού της
επιχείρησης που συνδέεται με τον εργοδότη με συγγενικό δεσμό εξ αίματος
ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τέταρτο βαθμό, εφόσον καταβλήθηκαν ή
βεβαιώθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές κύριας ή επικουρικής υποχρεωτικής
ασφάλισης στο Ι.Κ.Α. ή αλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Προκειμένου
για τις ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες και περιορισμένης ευθύνης εταιρίες,
τις κοινοπραξίες,κοινωνίες και αστικές εταιρίες κερδοσκοπικού
χαρακτήρα, η διάταξη εφαρμόζεται στην περίπτωση που η συγγενική σχέση
υπάρχει μεταξύ εργαζομένου και κάποιου από τα μέλη της εταιρίας,
κοινοπραξίας ή κοινωνίας.

Κατ' εξαίρεση, από τα ακαθάριστα έσοδα των υποχρέων της παραγράφου 4
του αρθρου 2 και των εταιριών περιορισμένης ευθύνης δεν εκπίπτουν οι
μισθοί και οι κάθε είδους απολαβές των εταίρων ή μελών τους.

ββ) Το τεκμαρτό ενοίκιο των ακινήτων που ανήκουν στον επιχειρηματία
και χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση, εφόσον αυτό υπολογίστηκε στο
εισόδημα από ακίνητα.

γγ) Η αξία των ακινητων που μεταβιβάζονται, καθώς και τα χρηματικά
ποσά που καταβάλλονται λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, τους δήμους και τις
κοινότητες του Κράτους, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά
και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν
νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαιου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό
Προϋπολογισμό, καθώς και το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.

Η αξία των ακινήτων καθορίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου
41 του ν. 1249/1982 ή ύστερα από εκτίμηση που ενεργείται από τον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, σύμφωνα με τις
διατάξεις περί φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων, στις περιοχές που δεν
ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξιας των
ακινήτων.
"Η αξία των ειδών διατροφής που δωρίζονται από επιχειρήσεις, οι
οποίες παράγουν ή εμπορεύονται τέτοια αγαθά, προς το κοινωφελές ίδρυμα
με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ - ΙΔΡΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ
ΠΕΙΝΑΣ" (ΦΕΚ 540 Β΄/1995). Για την εφαρμογή του προηγούμενη εδαφίου, ως
αξία των δωριζομένων ειδών διατροφής λαμβάνεται το κόστος απόκτησης ή
παραγωγής τους, κατά περίπτωση και είναι απαραίτητη η έκδοση του
οριζομένου από τις διατάξεις του άρθρου 14 του Κ.Β.Σ. φορολογικού
στοιχείου".

*** Το άνω εντός " " εδάφιο προστέθηκε με την παρ.1 άρθρ.10
Ν.2515/1997 Α 154,

Η αξία των ιατρικών μηχανημάτων και των ασθενοφόρων αυτοκινήτων, που
μεταβιβάζονται λόγω δωρεάς στα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά
ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού
δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

"Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται λόγω δωρεάς προς τα κοινωφελή
ιδρύματα, τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα σωματεία που παρέχουν υπηρεσίες
εκπαίδευσης και χορηγούν υποτροφίες, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές
του Αγίου Ορους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα
Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σινά, τα
ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τα ημεδαπά νομικά
πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και
τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς και σε οποιοδήποτε αθλητικό
σωματείο, που έχει συσταθεί νόμιμα και είναι αναγνωρισμένο από τη
Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, εφόσον οι δωρεές αυτές προορίζονται για
την καλλιέργεια και ανάπτυξη των ερασιτεχνικών τους τμημάτων".

*** Το έκτο εδάφιο της υποπερ.γγ'αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.2
άρθρ.1 Ν.2579/1998,ΦΕΚ Α 31, και ισχύει για τις δαπάνες που
πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 1997 και μετά.

Επίσης, τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται μέχρι ποσοστό δεκαπέντε
τοις εκατό ( 15 %) του συνολικού καθαρού εισοδήματος ή κερδών που
προκύπτουν από ισολογισμούς, λόγω χορηγίας προς τα μη κερδοσκοπικού
χαρακτήρα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα
υφίστανται ή συνιστώνται, εφόσον επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς.
Πολιτιστικοί σκοποί είναι ιδίως, η καλλιέργεια, η προαγωγή και διάδοση
των γραμμάτων, της μουσικής, του χορού, του θεάτρου, του
κινηματογράφου, της ζωγραφικής, της γλυπτικής και των τεχνών
γενικότερα, καθώς και η ίδρυση, επέκταση και συντήρηση των
αναγνωρισμένων ιδιωτικών μουσείων, όπως τέχνης, φυσικής ιστορίας,
εθνολογικών και λαογραφικών.

Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού
καθορίζονται, μετά από έλεγχο του Υπουργείου Πολιτισμού, τα νομικά
πρόσωπα που επιδιώκουν πολιτιστικούς σκοπούς για την εφαρμογή αυτών των
διατάξεων.

'Οταν τα ποσά των δωρεών και των χορηγιών αυτής της περίπτωσης, με
εξαίρεση τις δωρεές που καταβάλλονται στους δωρεοδόχους του πρώτου
εδαφίου, υπερβαίνουν τις ογδόντα χιλιάδες (80.000) δραχμές ετησίως,
λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον έχουν κατατεθεί στο Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων.

Ειδικώς, τα χρημάτικά ποσά, που καταβάλλονται λόγω δωρεάς σε αθλητικά
σωματεία, λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον κατατίθενται σε λογαριασμό
στο Ταμειο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε Τράπεζα που νόμιμα λειτουργει
στην Ελλάδα.

Τα ποσά αυτών των δωρεών εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της
επιχείρησης, εφόσον υφίστανται τα ακόλουθα δικαιολογητικά:

ι) Το πρωτότυπο του παραστατικού κατάθεσης του ποσού της δωρεάς.

ιι) Αντίγραφο πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου περί αποδοχής της
δωρεάς, θεωρημένο από τον προϊστάμενο του γραφειου φυσικής αγωγής του
νομού της έδρας του σωματείου.

ιιι) Αντίγραφο της σελίδας του βιβλίου ταμείου του σωματείου, οπου
έχει καταχωρηθεί το ποσό της δωρεάς, θεωρημένο από τον παραπάνω
προϊστάμενο του γραφείου φυσικής αγωγής.

Τα χρηματικά ποσά αυτών των δωρεών και χορηγιών δεν πρέπει να έχουν
εκπέσει με βάση άλλη διάταξη του παρόντος.

"Το συνολικό ποσό των δωρεών που εκπίπτουν δεν μπορεί να υπερβαίνει
το ποσό των καθαρών κερδών που προκύπτουν πριν από την αφαίρεση αυτού
του ποσού των δωρεών από τα ακαθάριστα έσοδα της οικείας διαχειριστικής
χρήσης. Οι διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της περίπτωσης στ' της
παραγράφου 1 του άρθρου 8 εφορμόζονται ανάλογα."

*** Τα άνω " " εντός εδάφια προστέθηκαν με την παρ.1 άρθρ.14 Ν.2459/199
(Α 17) το δε πρώτο εξ αυτών ισχύει για δαπάνες που
πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 1996 και μετά.

"δδ' Τα ασφάλιστρα που καταβάλλουν οι επιχειρίσεις για ομαδική
ασφάλιση ζωής του εργατουπαλληλικού προσωπικού τους, στην έννοια της
οποίας συμπεριλαμβάνεται και η χορήγηση εφάπαξ ποσού ή περιοδικά
καταβαλλόμενης παροχής σε χρήμα, μετά το χρόνο της πρόωρης ή κανονικής
συνταξιοδότησης του ανωτέρω προσωπικού καθώς και η κάλυψη θανάτου ή
κατά κινδύνων τυχαίων συμβεβηκότων, εκπίπτουν κατά ποσοστό πέντε τοις
εκατό (5%) επί των ετήσιων ακαθάριστων αμοιβών ενός εκάστου των ως άνω
ασφαλίστρων εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) δραχμών.
Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια της διάταξης αυτής δεν παρέχουν δικαίωμα
λήψης δανείου της επιχείρησης ή των ασφαλιζομένων".

*** H υποπερ.δδ'της περ.α' αντικαταστάθηκε ως άνω με την
παρ.14 άρθρ.14 Ν.2459/1997 (Α 17).Ισχύς για κέρδη που
προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν με 31 Δεκεμβρίου
1996 και μετά.

β) Των δαπανών για τη συντήρηση και επισκευή των επαγγελματικών
γενικά εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και αυτοκινήτων οχημάτων.
"Ειδικά, οι δαπάνες συντήρησης, λειτουργίας, επισκευής, κυκλοφορίας,
αποσβέσεων και μισθωμάτων που καταβάλλονται σε εταιρίες χρηματο-
δοτικής μίσθωσης για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης με κυλιν-
δρισμό κινητήρα μέχρι χίλια τετρακόσια (1.400) κυβικά εκατοστά" που
έχουν στην κυριότητά τους οι επιχειρήσεις ή που έχουν μισθωμένα από
τρίτους, εκπίπτουν μέχρι εξήντα τοις εκατό (60%) του συνολικού ύψους
αυτών, εφόσον χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης."

*** Το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.2 άρθρ.14
Ν.2459/1997 (Α 17). Ισχύς για κέρδη που προκύπτουν από
ισολογισμούς που κλείνουν με 31 Δεκεμβρίου 1996 και μετά.

. Για αυτοκίνητα μεγαλύτερου κυβισμού
εκπίπτει, με τις ίδιες προϋποθέσεις, ποσοστό μέχρι είκοσι πέντε τοις
εκατό (25%) των πιο πάνω δαπανών.

Ο περιορισμός αυτός δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που
ασχολούνται με την εκμίσθωση επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής
χρήσης, καθώς και στις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τα αυτοκίνητά
τους αποκλειστικά για την εκπαιδευση υποψηφίων οδηγών.

γ) της αξιας των πρώτων και βοηθητικών υλών που χρησιμοποιήθηκαν,
καθώς και των άλλων εμπορεύσιμων αγαθών, στην οποία περιλαμβάνονται και
οι ειδικές δαπάνες επεξεργασίας, αποθήκευσης, μεταφοράς, ασφάλειας
κ.λπ..

δ) Των δεδουλευμένων κάθε είδους τόκων δανείων ή πιστώσεων, γενικά,
της επιχείρησης. Εξαιρούνται οι τόκοι υπερημεριας λόγω οφειλής φόρων,
τελών, εισφορών και προστίμων προς το Δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου.

ε) Των ποσών των κάθε ειδους φόρων,τελών και δικαιωμάτων, που
βαρύνουν την επιχείρηση. Ως χρόνος έκπτωσης λογίζεται ο χρόνος της
καταβολής αυτών υπέρ του Δημοσιου ή τρίτων. Δεν εκπίπτουν οι τυχόν
καταβαλλόμενοι από την επιχείρηση κάθε είδους φόροι που βαρύνουν
τρίτους.

"στ) Των ποσών των αποσβέσεων για την κάλυψη της φθοράς των κάθε
είδους εγκαταστάσεων ή μηχανημάτων ή φθαρτών υλικών, συναφών με τη
λειτουργία της επιχείρησης και γενικά κάθε κινητής ή ακίνητης
περιουσίας της επιχείρησης, εφόσον αυτές έγιναν με οριστικές εγγραφές,
αύμφωνα με τους ειδικούς όρους που ορίζονται για κάθε επιχείρηση.

Η διενέργεια των τακτικών αποσβέσεων είναι υποχρεωτική για
ισολογισμούς που κλείνουν οι επιχειρήσεις μετά τις 30 Δεκεμβρίου 1997.
Πάγια στοιχεία των οποίων η αξία κτήσης εκάστου είναι μέχρι διακόσιες
χιλιάδες (200.000) δραχμές, δύνανται να ασβένονται εξ ολοκλήρου μέσα
στη χρήση κατά την οποία αυτά χρησιμοποιήθηκαν ή τέθηκαν σε λειτουργία.
Οι αποσβέσεις διενεργούνται με τη σταθερή μέθοδο απόσβεσης επί της
αξίας κτήσης των παγίων περιουσιακών στοιχείων, προσαυξημένης με τις
δαπάνες προσθηκών και βελτιώσεων, με εξαίρεση τα καινούργια μηχανήματα
και το λοιπό μηχανολογικό ή τεχνικό εξοπλισμό παραγωγής που
αποκτώνονται από 1.1.1998 και μετά, από βιομηχανικές, βιοτεχνικές,
μεταλλευτικές, λατομικές και μικτές επιχειρήσεις αθτών, για τα οποία οι
αποσβέσεις διενεργούνται υποχρεωτικά είτε με σταθερή μέθοδο απόσβεσης,
είτε με τη φθίνουσα μέθοδο απόσβεσης, με την προϋπόθεση ότι η μέθοδος
που θα επιλεγεί για τα πάγια αυτά περιουσιακά στοιχεία θα εφαρμόζεται
κατά πάγιο τρόπο.

Τα ποσοστά αποσβέσεων, που πρέπει να πραγματοποιήσουν οι
επιχειρήσεις, καθορίζονται από τις διατάξεις προεδρικού διατάγματος,
όπως τούτο ισχύει κάθε φορά.

Ειδικότερα οι νέες επιχειρήσεις για τις τρεις (3) πρώτες
διαχειριστικές χρήσεις που έπονται της χρήσης μέσα στην οποία άρχισε η
παραγωγική λειτουργία τους, δύνανται να προβούν σε απόσβεση όλων των
πάγιων περιουσιακών στοιχείων τους είτε με συντελεστή μηδέν τοις εκατό
(0%) είτε με συντελεστή πενήντα τοις εκατό (50%) του ισχύοντος
ποσοστού, με την προϋπόθεση ότι ο συντελεστής απόσβεσης που θα επιλεγεί
από την επιχείρηση δεν θα μεταβάλλεται από διαχειριατική χρήση σε
διαχειριστική χρήση.

Επιχειρήσεις, που επιλέγουν τη φθίνουοα μέθοδο για απόσβεση των
παγίων τους, δεν δικαιούνται να διενεργούν επί των παγίων αυτών και
αυξημένες αποσβέσεις που προβλέπονται οπό τις διατάξεις του άρθρου 15
του ν. 1892/19990 (ΦΕΚ 101 Α')."

*** Η περ. στ'αντικταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρ.29
Ν.2556/1997 Α 270/24.12.1997

ζ) Των μαθηματικών αποθεμάτων των ασφαλιστικών εταιριών, καθώς και
των αποθεματικών για την αποκατάσταση του ενεργητικού που, με βάση
σύμβαση, θα περιέλθει μετά την πόροδο ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο ή
σε τρίτους.

η) Της ζημίας που πραγματοποιήθηκε από φθορά, Απώλεια ή υποτίμηση
κεφαλαίου. Προκειμένου για ακίνητα, για τον υπολογισμό της ζημίας
αυτών, ως τιμή πώλησης δεν δύναται να ληφθεί ποσό μικρότερο της αξιας,
όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας
μεταβιβάσεως ακινήτων.

Ειδικά, η αναπόσβεστη αξία κατεδαφισθέντων κτηρίων της επιχείρησης
δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα αυτής.

θ) Του ποσού των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων. Το
ποσό της πρόβλεψης αυτης υπολογίζεται σε ποσοστό μισό τοις εκατό (0,5%)
επί της ανάγραφόμενης στα τιμολόγια πώλησης ή παροχής υπηρεσιών αξίας
προς επιτηδευματίες, μετά την αφαίρεση: αα) των επιστροφών ή εκπτώσεων,
ββ) της αξίας των πωλήσεων ή παροχής υπηρεσιών προς το Δημόσιο, δήμους
και κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις
κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου και γγ) του ειδικού
φόρου κατανάλωσης πετρελαιοειδών, του φόρου κατανάλωσης καπνού και
λοιπών φόρων που εμπεριέχονται στην τιμή πώλησης.

"Ομοίως, υπολογίζεται πρόβλεψη σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επι τη
αναγραφόμενης στις αποδείξεις λιανικής πώλησης αξίας, η οποία προκύπτει
από λιανικές πωλήσεις με πίστωση διαρκών καταναλωτικών αγαθών που
περιλαμβάνονται στους με αριθμό 501 - 503, 521 - 528 και 721 - 726
κωδικούς ειδών και υπηρεσιών της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών
των ετών 1993 - 1994 της Ε.Σ.Υ.Ε., με την προϋπόθεση ότι στις
αποδείξεις αυτές αναγράφεται διακεκριμένα το είδος, η ποσότητα και η
αξία των συγκεκριμένων αγαθών. Το ποσό αυτό των ως άνω προβλέψεων για
κάθε διαχειριστική χρήση, συναθροιζόμενο με το ποσό της πρόβλεψης που
έγινε σε προγενέστερες διαχειριστικές χρήσεις και η οποία εμφανίζεται
στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης, δεν μπορεί να υπερβεί το τριάντα
πέντε τοις εκατό (35%) του συνολικού χρεωστικού υπολοίπου του
λογαριασμού "Πελάτες", όπως αυτό εμφανίζεται στην απογραφή τέλους
χρήσης."

*** Το τρίτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.3 άρθρ.14
Ν.2459/1997 (Α 17). Ισχύς για κέρδη που προκύπτουν από
ισολογισμούς που κλείνουν με 31 Δεκεμβρίου 1996 και μετά.

Για τον υπολογισμό του
χρεωστικού υπολοιπου των πελατών δεν περιλαμβάνονται τυχόν υπόλοιπα που
αφορούν το Δημόσιο, δήμους ή κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις,
οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου.

Η έκπτωση της δαπάνης αυτής από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων
εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία αυτών σε ειδικό λογιαριασμό
"Προβλέψεις για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων".

""Αν σε δεδομένη
διαχειριστική χρήση το ποσό των προβλέψεων που πραγματοποιήθηκαν και
εμφανίζονται στον ως άνω λογαριασμό είναι μεγαλύτερο του τριάντα πέντε
τοις εκατό (35%) του χρεωστικού υπολοίπου, του λογαριασμού "Πελάτες"
της διαχειριστικής αυτής χρήσης, το ποσό της πρόβλεψης που
πραγματοποιήθηκε κατά το υπερβάλλον μέρος αυτής μεταφέρεται στα
"Αποτελέσματα Χρήσεως" της διαχειριστικής αυτής χρήσης και υπόκεινται
δε φόρο εισοδήματος."

*** Το άνω εντός" " εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.4 άρθρ.14
Ν.2459/1997 (Α 17). Ισχύς για κέρδη που προκύπτουν από
ισολογισμούς που κλείνουν με 31 Δεκεμβρίου 1996 και μετά.
Με την παρ.5 του αυτού άρθρου και νόμου ορίζεται
ότι: "Εξαιρετικά, κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης της προηγούμε-
νης παραγράφου, το ποσό το πέραν του τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) της
πρόβλεψης που πραγματοποιήθηκε κατανέμεται ισόποσα και προστίθεται κατά
το ήμισυ στα "Αποτελέσματα Χρήσεως" της κλειόμενης διαχειριστικής
χρήσης και το υπόλοιπο στην αμέσως επόμενη διαχειριστική χρήση.

Πέραν της σχηματιζόμενης κατά τα ανωτέρω πρόβλεψης, ουδέν άλλο ποσό
αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα για απόσβεση
επισφαλών απαιτήσεων.

ι) Των δικαιωμάτων ή αποζημιώσεων όπου καταβάλλονται σε επιχειρήσεις
και οργανισμούς για τη χρησιμοποίηση τεχνικής βοήθείις, ευρεσιτεχνιών,
σημάτων σχεδιων, μυστικών βιομηχανικών μεθόδων και τύπών, πνευματικής
ιδιοκτησίας και άλλων συναφων δικαιωμάτων.

"Τα παραπάνω δικαιώματα και
αποζημιώσεις, με εξαίρεση τα πνευματικά συγγενικά και συναφή δικαιώματα
που καταβάλλονται για λογαριασμό τρίτων, όταν καταβάλλονται:αα) Από
εμπορικές επιχειρήσεις και αφορούν σήματα, μεθόδους εμπορίας ή και
διανομής και άλλα συναφή δικαιώματα, καθώς και από μικτές επιχειρήσεις,
κατά το μέρος αυτών που αφορούν τον εμπορικό κλάδο, μπορούν να
εκπεσθούν από τα ακαθάρισμα έσοδά τους μόνο μετά από προηγούμενη
έγκριση της Επιτροπής που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος.
ββ) Από λοιπές επιχειρήσεις: i) Στη μητρική τους, προκειμένου για
θυγατρικές. ii) Στο κεντρικό τους, προκειμένου για υποκατάστημα
αλλοδαπής και iii) Σε αλλοδαπή ή ημεδαπή επιχείρηση που ανήκει στον
ίδιο όμιλο, αναγνωρίζονται προς έκπτωση μέχρι ποσοστού τέσσερα τοις
εκατό (4%) επί των ακαθαρίστων εσόδων που προκύπτουν από τη χρήση του
συγκεκριμένου δικαιώματος και μη δυνάμενο το ποσό αυτό να υπερβεί τα
εκατό εκατομμύρια (100.000.000) δραχμές ετησίως. Για την έκδοση τέτοιων
δαπανών πέρα των ως άνω ορίων απαιτείται προηγούμενη έγκριση της
επιτροπής που συνιστάται για το σκοπό αυτό στο υπουργείο Οικονομικών.
Κατά της απόφασης αυτής της επιτροπής επιτρέπεται προσφυγή κατά τις
διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, εντό προθεσμίας είκοσι
(20) ημερών από την επίδοση της απόφασης.

Η ως άνω επιτροπή αποτελείται από έναν πρόεδρο του Διοικητικού
Εφετείου Αθηνών, ως πρόεδρο και μέλη αυτής, τον γενικό διευθυντή
Ελέγχων του υπουργείου Οικονομικών, το διευθυντή της Διεύθυνσης
Φορολογίας Εισοδήματος, έναν (1) ορκωτό ελεγκτή του Σώματος Ορκωτών
Ελεγκτών και έναν (1) εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών.

Η επιτροπή προκειμένου να μορφώσει και τεκμηριώσει γνώμη μπορεί να
ζητεί αναλυτικά στοιχεία, δικαιολογητικά και οποιαδήποτε άλλη
πληροφορία κρίνει κατά περίπτωση χρήσιμη.

Με αποφάσεις του υπουργού Οικονομικών συγκροτείται η ως άνω επιτροπή
και καθορίζεται ο τρόπος λειτουργίας, τα υποβαλλόμενα δικαιολογητικά
και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
Για την έκπτωση των δικαιωμάτων και αποζημιώσεων που προβλέπονται από
τις διατάξεις του παρόντος, αρκεί η πίστωση αυτών στο όνομα του
δικαιούχου εφόσον έχουν υποβληθεί οι σχετικές δηλώσεις απόδοσης του
παρακρατηθέντος φόρου που αναλογεί σε αυτά, χωρίς να απαιτείται και η
καταβολή τους.

Η πίστωση του δικαιούχου στα τηρούμενα βιβλία μπορεί να γίνει μέχρι
την προθεσμία που ισχύει για την ενέργεια των εγγραφών κλεισίματος
ισολογισμού".

*** Το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.6 άρθρ.14
Ν.2459/1997 (Α 17) και εφαρμόζεται για τα δικαιώματα ή αποζημιώσεις
ή δαπάνες που αφορούν διαχειριστικές χρήσεις που λήγουν την 31
Δεκεμβρίου 1997 και μετά.

ια) Των δαπανών επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας κατά το χρόνο
της πραγματοποίησής τους, με εξαίρεση ης δαπάνες που αφορούν πάγιο
εξοπλισμό, οι οποιες αποσβένονται ισόποσα σε τρία (3) χρόνια. Τα
κριτήρια χαρακτηρισμού των πιο πάνω δαπανών καθορίζονται με απόφαση του
Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογιας.

ιβ) Των ποσών των εξόδων πρώτης εγκατάστασης και κτησης ακινήτων
αποσβένονται, ειτε εφάπαξ κατά το έτος πραγματοποίησης τους, είτε
τμηματικά και ισόποσα μέσα σε μία πενταετία.

ιγ) Των δαπανών επισκευής και συντήρησης που πραγματοποιούνται σε
μισθούμενα ακίνητα, κατά το χρόνο της πραγματοποίησης τους. Τα ποσά των
δαπανών βελτιώσεων και προσθηκών σε μισθούμενα ακίνητα εκπίπτουν
ισόποσα από τα ακαθάριστα έσοδα των χρήσεων που διαρκεί η μίσθωση και
σε κάθε περίπτωση όχι πέραν των πέντε (5) ετών.

ιδ) Των ποσών των δαπανών διαφημίσεων που βαρύνουν την επιχείρηση
κατά το έτος της έκδοσης του προβλεπόμενου φορολογικού στοιχεία. Ειδικά
τα ποσά των δαπανών, που υπόκεινται σε τέλος διαφημίσεων υπέρ δήμων και
κοινοτήτων, δεν αναγνωρίζονται ως δαπάνη της διαφημιζόμενης
επιχείρησης, αν δεν αποδεικνύεται η καταβολή του τέλους που αναλογεί με
τριπλότυπο είσπραξης του οικείου δήμου ή κοινότητας.

ιε) Των ποσών των προβλέψεων για αποζημίωση προσωπικού λόγω εξόδου
από την υπηρεσία, που σχηματίζονται στο τέλος κάθε διαχειριστικής
χρήσης και καλύπτουν τις αποζημιώσεις προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης
του κατά το επόμενο έτος.

ιστ) Των μισθωμάτων που καταβάλλει ο μισθωτής στις εταιρίες του
ν.1665/1986 (ΦΕΚ 194 Α') για την εκπλήρωση υποχρεώσεών του από
συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης.

"ιη' Τα έξοδα διοικητικής υποστήριξης, οργάνωσης, αναδιοργάνωσης και
γενικά των υπηρεσιών που παρέχονται στην επιχείρηση, από επιχειρήσεις
που ανήκουν στον ίδιο ημεδαπό ή αλλοδαπό όμιλο ή και από τρίτους για
σκοπούς που σχετίζονται με τα γενικότερα συμφέροντα του ομίλου
εκπίπτουν από το εισόδημα της επιχείρησης αυτής, μόνο εάν και στο βαθμό
που ωφελείται η ίδια από τη διενέργεια των δαπανών αυτών μέχρι ποσοστού
πέντε τοις εκατό (5%) των αντίστοιχων δαπανών αυτής και για συνολικό
ποσό μη δυνάμενο να υπερβεί τα είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές.
Για έκτπωση ποσών πέρα των ορίων αυτών απαιτείται προέγκριση τπς
επιτροπής που προβλέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης της παρούσας
παραγράφου.

*** Η περ.ιη' προστέθηκε με την παρ.15 άρθρ.14 Ν.2459/1997.
Με την παρ. 16 δε του αυτού άρθρου και νόμου ορίζεται ότι:
" Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και της παραγράφου 6 του
παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για τα δικαιώματα ή αποζημιώσεις ή
δαπάνες που αφορούν διαχειριστικές χρήσεις που λήγουν την 31
Δεκεμβρίου 1997 και μετά.

"ιζ. Των ζημιών που προκύπτουν από συμβάσεις ή πράξεις επί παραγώγων
χρηματοοικονομικών προϊόντων, οι οποίες πραγματοποιούνται για κάλυψη
κινδύνων".

*** Η περ.ιζ' προστέθηκε με την παρ.8 άρθρ.16α Ν.2459/1997.

"2. Στις επιχειρήσεις των πιο κάτω
περπτώσεων β', γ', δ' και στ' αναγνωρίζεται, από την 1η Ιανουαρίου 1997
έως και την 31 Δεκεμβρίου 1999, έκπτωση χωρίς δικοιολογητικά, από τα
ακαθάριστα έσοδα αυτών, για την αντιμετώπιση ειδικών δαπανών για τις
οποίες, λόγω της φύσεώς τους, δεν είναι εφικτή η λήψη αποδεικτικών
στοιχείων, υπολογιζόμενη στα αναφερόμενα πιο κάτω ακαθάριστα έσοδα με
βάση την ακάλουθη κλίμακα: Σε ακαθάριστα έσοδα μέχρι τρία
δισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό έκπτωσης ένα τοις εκατό (1%) και δε
ακαθάριστα έσοδα πάνω από τρία διδεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό έκπτωσης
μισό τοις εκατό (0,5%). Για τις επιχειρήσεις των πιο κάτω περιπτώσεων
α' και ε' η ως άνω έκπτωση υπολογίζεται με βάση την ακάλουθη κλίμακα:
Σε ακαθάριστα έσοδα μέχρι εφτακόσια πενήντα εκατομμύρια δραχμές ποσοστό
έκπτωσης δύο τοις εκατό (2%)" πάνω από εφτακόσια πενήντα εκατομμύρια
και μέχρι τρία δισεκατομμύρια δραχμές ποσοστό έκπτωσης ένα τοις εκατό
(1%) και σε ακαθάριστα έσοδα πάνω από τρία δισεκατομμύρια δραχμές
ποσοστό έκπτωσης μισό τοις εκατό (0,5%)".

*** Τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.2 αντικαταστάθηκαν ως άνω με την
παρ.7 άρθρ.14 Ν.2459/1997 (Α 17)

Ως ακαθάριστα έσοδα, επί των οποίων υπολογίζεται η έκπτωση χωρίς
δικαιολογητικά, λαμβάνονται τα εξής:

α) Για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, τα ακαθάριστα έσοδα αυτών που
προέρχονται από εξαγωγές κάθε είδους προϊόντων.

β) Για τις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες και εργασίες στην
αλλοδαπή, στα ακαθάριστα εσοδά τους από τις υπηρεσίες και εργασίες
αυτές, από τις οποίες εισάγεται συνάλλαγμα.

γ) Για τις επιχειρήσεις έκδοσης ημερήσιων, εβδομαδιαίων,
δεκαπενθήμερων, μηνιαιων πολιτικών, αθλητικών και οικονομικών
εφημερίδων και περιοδικών γενικά, τα ακαθάριστα έσοδα αυτών από την
πώληση των εντύπων και από καταχωρήσεις γενικά σε αυτά.

δ) Για τις επιχειρήσεις ραδιοφωνίας - τηλεόρασης, τα προερχόμενα μόνο
από διαφημίσεις ακαθάριστα έσοδα.

ε) Για τις ημεδαπές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και κατασκηνωτικά
κέντρα, τα προερχόμενα από αλλοδαπούς πελάτες εσοδά τους, στα οποία,
εκτός των εσόδων από διανυκτερεύσεις, περιλαμβάνονται και αυτά του
κυλικειου και εστιατορίου από αλλοδαπούς πελάτες.

στ) Για τα γραφεία γενικού τουρισμού του ν. 393/1976 (ΦΕΚ 199 Α'), τα
προερχόμενα από αλλοδαπούς πελάτες έσοδα.

"Εξαιρετικά, για τις επιχειρήσεις
εξαγωγής πετρελαιοειδών προϊόντων και για τις μεταφορικές επιχειρήσεις
διεθνών οδικών εμπορευματικών μεταφορών του ν.383/1976 (ΦΕΚ 182 Α')
αναγνωρίζεται έκπτωση χωρίς δικαιολογητικά που υσολογίζεται σε ποσοστά
μισό τοις εκατό (0,5%) στα έσοδά τους από εξαγωγές πετρελαιοειδών
προϊόντων και δε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) στα έσοδά τους από τη
διενέργεια διεθνών οδικών εμπορευματικών μεταφορών. Ειδικά για τις
επιχειρήσεις έκδοσης ημερήσιων και εβδομαδιαίων πολιτικών, αθλητικών
και οικονομικών εφημερίδων και περιοδικών, αναγνωρίζεται έκπτωση χωρίς
δικαιολογητικά που υπολογίζεται δε ποσοστά δύο τοις εκατό (2%) επί των
ακαθάριστων εσόδων που ορίζονται από τις ίδιες διατάξεις και ανεξάρτητα
από το ύψος τους."

*** Τα δύο τελευταία εδάφια της παρ.2 αντικαταστάθηκαν ως άνω με την
παρ.8 άρθρ.14 Ν.2459/1997 (Α 17)

3. Επί μικτών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων με παρεπόμενα έσοδα, η
ζημία που τυχόν προκύπτει μετά τη διενέργεια της έκπτωσης, που
προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος, δέν συμψηφίζεται με τα κέρδη άλλων
κλάδων της επιχείρησης ή τα εισοδήματα αυτής από άλλες πηγές. Η ζημία
αυτή μεταφέρεται για συμψηφισμά με τα κέρδη του ίδιου κλάδου στις
επόμενες πέντε συνεχείς χρήσεις, με την προϋπόθεση ότι και στις χρήσεις
αυτές η επιχείρηση τηρεί επαρκή και ακριβή βιβλία τρίτης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.

Σε περίπτωση αδυναμίας λογιστικού διαχωρισμού των καθαρών κερδών που
προκύπτουν από κάθε κλάδο, τα κέρδη αυτά υπολογίζονται με επιμερισμό
του συνόλου των καθαρών κερδών της επιχείρησης με βάση τα ακαθάριστα
έσοδα κάθε κλάδου.

4. Σε εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες σε συνεργασία με αλλοδαπούς
οικους εξάγουν βιομηχανικά, βιοτεχνικά, χειροτεχνικά, γεωργικά,
κτηνοτροφικά, οπωροκηπευτικά, μεταλλευτικά και λατομικά προϊόντα, καθώς
και προίόντα αλιε(ας με ανταλλαγή αγαθών από το εξωτερικό μετά από
έγκριση του Ελληνικού Δημοσίου, όταν απαιτείται αυτή, αναγνωρίζεται
χωρις δικαιολογητικά έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, που υπολογίζεται
σε ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) στο ποσό της προμήθειας που παίρνουν.

5. Στις βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις, οι οποίες ενεργούν
για λογαριασμό των αλλοδαπών οίκων βιομηχανοποίηση ή επεξεργασια πρώτων
υλών που εισάγονται από την αλλοδαπή και επανεξάγονται με τη μορφή
ετοίμων ή ημιέτοιμων προϊόντων, αναγνωρίζεται δικαίωμα έκπτωσης, χωρίς
δικαιολογητικά, ποσοστού πέντε τοις εκατό (5%) στο ποσό των ακαθάριστων
εσόδων τους, τα οποια προέρχονται από την αμοιβή που παίρνουν για τις
υπηρεσίες αυτές.

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ.9 άρθρ.14 Ν.2459/1997 (Α 17) ορίζεται ότι:
"Το προβλεπόμενο στις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου
31 του ν.2238/1994 ποσοστό έκπτωσης δαπανών χωρίς δικαιολογητικά πέντε
τοις εκατό (5%), μειώνεται σε τρία τοις εκατό (3%)"

6. Η ζημια των επιχειρήσεων, οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους 4
και 5, που τυχόν προκύπτει μετά τη διενέργεια των εκπτώσεων που
ορίζονται στις παραγράφους 2,3,4 και 5, δεν συμψηφίζεται με τα κέρδη
άλλων κλάδων της επιχείρησης ή με τα κέρδη από τη συμμετοχή της σε
άλλες επιχειρήσεις ή με τα εισοδήματα από άλλες πηγές. Η ζημία αυτή
μπορεί να μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα κέρδη των πιο πάνω κλάδων
της επιχείρησης στις πέντε (5) επόμενες συνεχείς χρήσεις, με την
προυπόθεση ότι και σε αυτές τις χρήσεις η επιχείρηση τηρεί επαρκή και
ακριβή βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Στην
περίπτωση των μικτών επιχειρήσεων, ο συμψηφισμός ενεργείται με τα κέρδη
των κλάδων αυτών. Αν υπάρχει αδυναμία λογιστικού διαχωρισμού των κερδών
που προκύπτουν από κάθε κλάδο, αυτά υπολογίζονται με επιμερισμό του
συνόλου των κερδών της επιχείρησης με βάση τα ακαθάριστα έσοδα από κάθε
κλάδο.

7. Για τον προσδιορισμό του κόστους των μενόντων προϊόντων στις
βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις, συνυπολογίζεται στην αξία
των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν και ανάλογο ποσοστό εξόδων παραγωγής
στα οποία περιλαμβάνονται και οι τακτικές αποσβέσεις των πάγιων
περιουσιακών στοιχείων.

8. Σε περίπτωση κατά την οποία στα ακαθάριστα έσοδα περιλαμβάνονται
και έσοδα που απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος ή φορολογούνται κατά
ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης ή έσοδα από
μερίσματα και κέρδη από συμμετοχή σε ημεδαπές εταιρίες, για τον
υπολογισμό του καθαρού κέρδους της επιχείρησης που υπόκειται σε
φορολογία, το συνολικό ποσό των δαπανών που πρόκειται να εκπεσθεί
μειώνεται κατά τα εξής ποσά δαπανών, που βαρύνουν τα πιο πάνω
ακαθάριστα έσοδα:

α) Ποσό των χρεωστικών τόκων που εξευρίσκεται με επιμερισμό των τόκων
αυτών μεταξύ των υποκείμενων στη φορολογία ακαθάριστων εσόδων και αυτών
που αναφέρονται πιο πάνω,

β) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) των εσόδων που απαλλάσσονται της
φορολογίας ή φορολογούνται κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της
φορολογικής υποχρέωσης ή των εσόδων από μερίσματα και κέρδη από
συμμετοχή σε άλλες ημεδαπές επιχειρήσεις, ως λοιπές δαπάνες. Το ποσό
αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) των πάσης
φύσεως δαπανών της επιχείρησης.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται για τραπεζικές,
ασφαλιστικές επιχειρήσεις, εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και
αμοιβαία κεφάλαια.

9. Αποζημιώσεις, καθώς και πάσης φύσεως αμοιβές,που οφείλονται από
επιχειρήσεις ή επιτηδευματίες σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο,
με βάση δικαστική ή διαιτητική απόφαση ή οποιαδήποτε αναγνώριση ή
συμβιβασμό, δεν αναγνωρίζονται ως δαπάνη για τον προσδιορισμό των
καθαρών κερδών,που υπάγονται στη φορολογία εισοδήματος του οφειλέτη,
εάν πριν από την καταβολή ή πιστωση αυτών, δεν υποβληθεί στην αρμόδια
δημόσια οικονομική υπηρεσια φορολογίας του δικαιούχου αντίγραφο της
απόφασης ή του εγγράφου και θεωρηθεί από αυτή η απόφαση ή το έγγραφο,
βάσει του οποίου θα καταβληθεί ή πιστωθει η αποζημίωση ή αμοιβή στο
δικαιούχο.

10. Οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται από ασφαλιστικές εταιρίες σε
δικαιούχους ασφαλισμένων αυτοκινήτων, για ζημιες που προξενήθηκαν στα
αυτοκίνητα αυτά, δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα
των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, προκειμένου να υπολογιστούν τα καθαρά
κέρδη για τη φορολογία του εισοδήματος, αν δεν καλύπτονται από νόμιμα
δικαιολογητικά που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων
και Στοιχείων. Τα πρόσωπα που παραβαίνουν τη διάταξη αυτής της
παραγράφου ή δηλώνουν ανακριβή στοιχεία υπόκεινται για κάθε παράβαση σε
πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 87 αυτού του νόμου.

11. Στην περίπτωση που η επιχείρηση απασχολεί λογιστή και η δήλωση
φόρου εισοδήματος δεν υπογράφεται από αυτόν, οι αποδοχές αυτού δεν
αναγνωρίζονται για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης
και επιβάλλεται πρόστιμο σε βάρος του λογιστή μέχρι το ένα τέταρτο
(1/4) των ετησίων αποδοχών του.

"12. Η εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν. 1665/1986
ενεργεί αποσβέσεις στα μίσθια σε ίσα μέρη ανάλογα με τα έτη διάρκειας
της σύμβασης".

*** Η παρ.12 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.4 άρθρ.26 Ν.2682/1999
Α 16.

"13. Για τον υπολογισμό των καθαρών κερδών των εταιριών του
ν.1665/1986 (ΦΕΚ 194 Α') επιτρέπεται να ενεργείται για την κάλυψη
επισφαλών απαιτήσεών τους, έκπτωση έως και δύο τοις εκατό (2%) επί του
συνολικού ύψους μισθωμάτων, τα οποία προκύπτουν από τις συμβάσεις
χρηματοδοτικής μίσθωσης, που έχουν συναφθεί μέσα στην οικεία
διαχειριστικά χρήση. Το ποσό αυτό της πρόβλεψης για κάθε διαχειριστική
χρήση, συναθροιζόμενο με το ποσό της πρόβλεψης, η οποία διενεργήθηκε δε
προγενέστερες διαχειριστικές χρήσεις και εμφανίζεται στα τηρούμενα
βιβλία της επιχείρησης, δεν μπορεί να υπερβεί το είκοσι πέντε τοις εκατό
(25%) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, όπως αυτό εμφανίζεται
στην απογραφή τέλους χρήσης. Η έκπτωση αυτή εμφανίζεται στα
τηρούμενα βιβλία σε ειδικό λογαριασμό "Προβλέψεις για απόσβεση
επισφαλών απαιήσεων". Πέραν της πρόβλεψης αυτής, κανένα άλλο ποσό
δεν αναγνωρίζεται για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των εταιριών
χρηματοδοτικής μίσθωσης για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων."

*** Η παρ.13 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.10 άρθρ.14
Ν.2459/1997 (Α 17)Ισχύς για κέρδη που προκύπτουν από
ισολογισμούς που κλείνουν με 31 Δεκεμβρίου 1996 και μετά.

14. Οι εκπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων ενεργούνται με την
προϋπόθεση ότι τα ποσά αυτών εχουν αναγραφεί στα βιβλία της
επιχείρησης.

15. Το ποσό που απομένει μετά τις εκπτώσεις του παρόντος άρθρου
αποτελεί το καθαρό εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις.

'Αρθρο 32

Εξωλογιστικός προσδιοριαμός
του καθαρού εισοδήματος

1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία
πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς
και των επιχειρήσεων που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν βιβλία
και στοιχεία κατώτερης κατηγορίας της προσήκουσας ή τηρούν ανακριβή ή
ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία και στην τελευταία αυτή περίπτωση η
ανεπάρκεια καθιστά αδύνατη τη διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων,
προσδιορίζεται εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων
της επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων,
συντελεστές καθαρού κέρδους.

Σε αυτά τα ακαθάριστα έσοδα δεν συμπεριλαμβάνονται τα ακόλουθα ποσά
εσόδων:

α) Οι τόκοι από συναλλακτικές πράξεις, με εξαίρεση τους τόκους της
παρ. 4 του άρθρου 25, που αποτελούν εισόδημα από εμπορικές
επιχειρήσεις.

β) Η αυτόματη υπερτίμηση κεφαλαίου της επιχείρησης.

γ) Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από επισφαλεις απαιτήσεις που έχουν
αποσβεστει, εφόσον είχαν γίνει δεκτές από τον προϊστάμενο της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου
εισοδήματος.

δ) Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από φόρους, τέλη και εισφορές της
επιχείρησης, εφόσον είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως και είχαν γίνει δεκτά
από τον προϊστάμενο της δημάσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον
προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος.

Τα ποσά των πιο πάνω περιπτώσεων α' έως δ' προστίθενται στο καθαρό
κέρδος της επιχείρησης, το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή του
συντελεστή καθαρού κέρδους.

2. Για κάθε κατηγορία επιχειρήσεων προβλέπεται ένας μοναδικός
συντελεστής καθαρού κέρδους, ο οποίος εφαρμόζεται στα ακαθάριστα έσοδα.
Οι μοναδικοί συντελεστές καθαρού κέρδους περιλαμβάνονται σε ειδικά
πίνακα, ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που
δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο συντελεστής καθαρού
κέρδους που εφαρμόζεται στα ακαθάριστα έσοδα δεν μπορεί να είναι
ανώτερος από τα τρία πέμπτα (3/5) του συντελεστή μικτού κέρδους, που
έχει καθορίσει το Υπουργείο Εμπορίου. 'Οταν το Υπουργείο Εμπορίου, αντί
για συντελεστές μικτού κέρδους, έχει καθορίσει συντελεστές καθαρού
κέρδους, δεν εφαρμόζονται οι συντελεστές καθαρού κέρδους του πίνακα,
αλλά οι συντελεστές καθαρού κέρδους του Υπουργείου Εμπορίου.
Προκειμένου για τις επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις της
παρ. 1 του άρθρου 31, όταν τα καθαρά κέρδη τους προσδιορίζονται
εξωλογιστικώς, συντελεστής καθαρού κέρδους λαμβάνεται αυτός που
προκύπτει από το λογιστικό προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματός τους,
εφόσον είναι μεγαλύτερος από το συντελεστή του πίνακα. Ο συντελεστής
που προσδιορίζεται με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να είναι ανώτερος από
το διπλάσιο του οικείου συντελεστή του πίνακα. Σε κάθε περίπτωση ο
συντελεστής καθαρού κέρδους δεν μπορεί να είναι ανώτερος του ογδόντα
πέντε τοις εκατό (85%).
Για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν τα βιβλία και στοιχεία που
προβλέπονται γι' αυτές από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή στις
οποίες διαπιστώθηκε:
α) Η έκδοση πλαστών ή εικονικών τιμολογίων.
β) Η τήρηση ανεπίσημων βιβλίων παράλληλα προς τα υποχρεωτικώς
τηρούμενα επίσημα.
γ) Η μη έκδοση φορολογικού στοιχείου ή η έκδοση ανακριβούς, για την
πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών.
δ) Η χωρίς άδεια της αρμόδιας φορολογικής αρχής άσκηση επαγγέλματος ή
επιχείρησης ή άσκηση σε διεύθυνση που δεν δηλώθηκε.
ε) Η αλλοίωση των δεδομένων της φορολογικής ταμειακής μηχανής. Ο
συντελεστης καθαρού κέρδους που εφαρμόζεται προσαυξάνεται κατά εκατό
τοις εκατό (100%).
Στις λοιπές περιπτώσεις που τα βιβλία και στοιχεία κρίνονται
ανακριβή, ο συντελεστής καθαρού κέρδους προσαυξάνεται κατά πενήντα τοις
εκατό (50%).
3. Αν από τα στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος προκύπτει
αποδεδειγμένα ότι, από γεγονότα ανώτερης βίας, το πραγματικό κέρδος
είναι κατώτερο από αυτό που προσδιορίζεται με την εφαρμογή του
μοναδικού συντελεστή, το κέρδος αυτό μπορεί να καθορίζεται με χρήση
κατώτερου συντελεστή, όχι όμως κατώτερου από το μηδέν.
Εξαιρετικώς, σε περιπτώσεις ολικής καταστροφής της επιχείρησης και
των βιβλίων απά πυρκαγιά μπορεί να αναγνωρισθεί αρνητικός συντελεστής
μέχρι ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί των ακαθάριστων εσόδων των
ανέλεγκτων χρήσεων.
4. Κατ' εξαίρεση, για τις επιχειρήσεις που υποχρεούνται να τηρούν
βιβλία και στοιχεία της πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων και με την προϋπόθεση ότι αυτά κρίνονται ακριβή ή για τις
επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία γιατί δεν έχουν υποχρέωση τήρησης
ύψους αγορών, εφόσον περιέχονται στον ειδικό πίνακα που αναφέρεται στο
επόμενο εδάφιο, τα καθαρά κέρδη προσδιορίζονται εξωλογιστικώς, με
πολλαπλασιασμό των αγορών με ένα μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους
κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων. Οι συντελεστές καθαρού κέρδους
που εφαρμόζονται στις αγορές περιέχονται σε ειδικό πίνακα, που
καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες
δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τους μοναδικούς
συντελεστές στις αγορές:
α) Για τις επιχειρήσεις που τηρούν ακριβή βιβλία και στοιχεία της
πρώτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, οι αγορές
λαμβάνονται όπως αυτές προκύπτουν από τα βιβλία και στοιχεία τους.
β) Για τις επιχειρήσεις που δεν έχουν υποχρέωση τήρησης βιβλίων λόγω
ύψους αγορών, οι αγορές λαμβάνονται όπως αυτές προκύπτουν από τα
τιμολόγια αγορών.
γ) Σε περίπτωση αλλαγής της κατηγορίας των βιβλίων και στοιχείων που
τηρούνται από την επιχείρηση: αα) από την πρώτη κατηγορία στην τρίτη
κατηγορία, οι αγορές της τελευταίας διαχειριστικής περιόδου πριν από
την αλλαγή της κατηγορίας βιβλίων μειώνονται κατά την αξία τους, που
εμφανίζεται στην απογραφή έναρξης της διαχειριστικής περιόδου, κατά
την οποία έγινε η αλλαγή της κατηγορίας βιβλίων, ββ) από τη δεύτερη
στην πρώτη κατηγορία, οι αγορές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη
διαχειριστική περίοδο, στην οποία τηρήθηκαν για πρώτη φορά βιβλία
πρώτης κατηγορίας, προσαυξάνονται με την αξία των εμπορεύσιμων αγαθών
που αποδεδειγμένα δεν διατέθηκαν ή δεν χρησιμοποιήθηκαν κατά τις
διαχειριστικές περιόδους, στις οποίες τηρήθηκαν βιβλία δεύτερης
κατηγορίας, γγ) από την τρίτη στην πρώτη κατηγορία, οι αγορές που
πραγματοποιήθηκαν κατά τη διαχειριστική περίοδο, στην οποία τηρήθηκαν
για πρώτη φορά βιβλία πρώτης κατηγορίας, προσαυξάνονται με την αξία των
εμπορεύσιμων αγαθών που εμφανίζονται στην τελευταία απογραφή λήξης.
6. Το ποσό της αποζημίωσης ή αμοιβής, που προβλέπεται από τις
διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 31, σε περίπτωση τεκμαρτού ή
εξωλογιστικού προσδιορισμού των καθαρών κερδών του οφειλέτη, εάν, πριν
από την καταβολή ή πίστωση αυτού, δεν υποβληθεί στην αρμόδια δημόσια
οικονομική υπηρεσία φορολογίας του δικαιούχου, αντίγραφο της απόφασης ή
του εγγράφου και θεωρηθεί από αυτή η απόφαση ή το έγγραφο βάσει του
οποίου θα καταβληθει ή πιστωθεί η αποζημίωση ή αμοιβή στο δικαιούχο,
προστίθεται ολόκληρο στα τεκμαρτά ή εξωλογιστικά προσδιοριζόμενα καθαρά
κέρδη.

'Αρθρο 51

Ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος
από ελευθέριο επάγγελμα

1. "Ως ελάχιστο ποσό καθαρού εσοδήματος από ατομική άσκηση ελευθέριου
επαγγέλματος του δικηγόρου, ιατρού, οδοντίατρου, κτηνίατρου, ψυχολόγου,
φυσιοθεραπευτή, οικονομολόγου, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή
φοροτέχνη και αναλυτή - προγραμματιστή που δεν τηρούν βιβλία αν και
υπόχρεοι ή τηρούν βιβλίο δεύτερης κατηγορίας ή προαιρετικά τρίτης
κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, θεωρείται εκείνο που
προκύπτει από το άθροισμα της επαγγελματικής αμοιβής και της μισθωτικής
αξίας της επαγγελματικής εγκατάστασης, κλιμακούμενο ανάλογο με τα έτη
άσκησης του επαγγέλματος και προσαυξανόμενο με βάση τα κριτήρια που
καθορίζονται στις επόμενες παραγράφους".

*** Το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.12 άρθρ.7 2459/1997
και ισχύει για τα εισοδήματα που αποκτώνται από τη 1η Ιανουαρίου
1997 και μετά.

Ειδικά, για τους δικηγόρους, αντί επαγγελματικής αμοιβής λαμβάνεται
υπόψη τεκμαρτό εισόδημα που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο αριθμό
παραστάσεων, αυξανόμενο ή μειούμενο με βάση ειδικότερα κριτήρια. Στην
περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται κλιμάκωση του ελάχιστου καθαρού
εισοδήματος με βάση τα έτη άσκησης του επαγγέλματος.

"2. Ως ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος" ανεξάρτητα από την
πηγή προέλευσης του εισοδήμστος αυτού, του καλλιτέχνη ή του
τραγουδιστή που παρέχει τις υπηρεσίες του με σύμβαση μίσθωσης εργασίας ή
ανεξάρτητων υπηρεσιών δε κέντρα διασκέδασης, αναψυκτήρια ή συναυλίες, ο
οποίος δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί βιβλία δεύτερης κατηγορίας ή
προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων,
θεωρείται αυτό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό της επαγγελματικής
αμοιβής, όπως ορίζεται στην υποπερίπτωση στστ' της περίπτωσης α' της
παραγράφου 3 αυτού του άρθρου με τους συντελεστές εμφάνισης (Σ.Ε.),
δισκογραφίας (Σ.Δ.) και προβολής (Σ.Π.)."

*** Η παρ.2 που είχε αντικατασταθεί με την παρ.1 άρθρ.2 Ν.2390/1996 (Α 54
αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω με την παρ.13 άρθρ.7 Ν.2459/1997 (Α1
(ισχύει για τα εισοδήματα που αποκτώνται από τη 1η Ιανουαρίου
1997 και μετά).

3. Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου ορίζονται τα
ακόλουθα:
α) Η επαγγελματική αμοιβή:
αα) του ιατρού, το ποσό των "δύο εκατομμυρίων επτακοσίων χιλιάδων
"(3.300.000)" δραχμών, που θεωρείται άτι αντιστοιχεί στις ετησίες
τακτικές αποδοχές ιατρού, επιμελητη Β' του Εθνικού Συστηματος Υγείας
στο πρώτο έτος υπηρεσίας.

***Το εντός " " ποσό αναπροσαρμόσθηκε ως άνω με την ΕΓΚ(ΟΙΚ)
1127072/1980/Α0012/ΠΟΛ.1277/1998

ββ) Του οδοντιάτρου και του ψυχολόγου, το ποσό του "ενός εκατομμυρίου
εννιακοσίων χιλιάδων "(2.300.000)" δραχμών, που θεωρείται ότι αντιστοιχεί
στις ετήσιες τακτικές αποδοχές οδοντιάτρου επιμελητή Γ' του Εθνικού
Συστήματος Υγείας στο πρώτο έτος υπηρεσίας.
γγ) Του δικηγόρου, το ποσό του "ενός εκατομμυρίου εννιακοσίων χιλιάδων
(2.300.000)" δραχμών, που θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε εισόδημα
δικηγόρου με τριάντα (30) παραστάσεις.

δδ) του φυσιοθεραπευτή και του κτηνιάτρου, το ποσό "του ενός
εκατομμυρίου εννιακοσίων χιλιάδων "(2.300.000)" δραχμών, που θεωρείται ότ
αντιστοιχεί στις ετήσιες τακτικές αποδοχές μισθωτού φυσιοθεραπευτή -
νοσηλευτή στο πρώτο έτος υπηρεσίας και κτηνιάτρου μισθωτού στο δημόσιο
τομέα στο πρώτο έτος υπηρεσίας προσαυξημένες κατά τριάντα τοις εκατό
(30%).

εε) Του οικονομολόγου, συμβούλου επιχειρήσεων λογιστή ή φοροτέχνη και
αναλυτή - προγραμματιστή, το ποσό "του ενός εκατομμυρίου εννιακοσίων
χιλιάδων "(2.300.000)" δραχμών, που θεωρείται ότι αντιστοιχεί στις
ετήσιες τακτικές αποδοχές μισθωτού λογιστή στο πρώτο έτος υπηρεσίας.

***Τα εντός " " ποσά των περ.ββ',γγ',δδ', και εε'αναπροσαρμόσθηκαν
ως άνω με την ΕΓΚ(ΟΙΚ) 1127072/1980/Α0012/ΠΟΛ.1277/1998

στστ) Του καλλιτέχνη ή τραγουδιστή των κέντρων διασκέδασης, το ποσό
"των δύο εκατομμυρίων επτακοσίων χιλιάδων "(3.300.000)" δραχμών, που
θεωρείται ότι αντιστοιχεί στις ετήσιες ακαθάριστες αποδοχές μουσικού
με βάση το κατώτερο προβλεπόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά τριάντα
τοις εκατό (30%).

***Το εντός " " ποσό αναπροσαρμόσθηκε με την ΕΓΚ(ΟΙΚ)
1127072/1980/Α0012/ΠΟΛ.1277/1998

Τα ποσά που αναφέρονται στις παραπάνω υποπεριπτώσεις αα' έως και
στστ', αναπροσαρμόζονται κάθε έτος ανάλογα με το συνολικό ποσοστό
αύξησης του μισθού των υπαλλήλων του Δημοσίου βάσει της εισοδηματικής
πολιτικής, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατά την αναπροσαρμογή τα ποσά
στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη εκατοντάδα χιλιάδας.

***Τα εντός " " ποσά της περ. α' της παρ. 3 αναπροσαρμόσθηκαν ως άνω
για τη χρήση 1995, κατά το διορθωτικό ποσοστό οκτώ δέκατα τοις
εκατό (0,8%) και κατά ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) για το πρώτο
εξάμηνο του έτους 1995 και τρία τοις εκατό (3%) για το δεύτερο
εξάμηνο του έτους αυτού, από το εδ. 1 της παρ. Β' της υπ'αριθμ.
1137833/3097/Α0012/12-22.12.1995 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών
(ΦΕΚ Β'1061), ισχύουν δε για τις δηλώσεις φορολογίας του εισοδήματος
της διαχειριστικής περιόδου 1995.

***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ. Β' της υπ'αριθμ. 1125973/2330/Α0012/21.11-
6.12.1996 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β'1099), ορίσθηκαν
τα εξής:
"Β. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΜΟΙΒΗ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ
1. Αναπροσαρμόζουμε για τη χρήση 1996, την επαγγελματική αμοιβή που
ορίζεται στις διατάξεις της περίπτωση α' της παραγράφου 3 του άρθρου
51 του Ν. 2238/1994, κατά το διορθωτικό ποσοστό δύο και ένα δέκατο
τοις εκατό (2,1%) και κατά ποσοστό δύο και μισό τοις εκατό (2,5%)
για το πρώτο εξάμηνο του έτους 1996 και δύο και μισό τοις εκατό
(2,5%) για το δεύτερο εξάμηνο του έτους αυτού.
Τα μετά την αναπροσαρμογή ποσά επαγγελματικής αμοιβής,
στρογγυλοποιούμενα στην πλησιέστερη εκατοντάδα χιλιάδας,
διαμορφώνονται ως εξής:
Της υποπερίπτωσης αα' σε δύο εκατομμύρια εννιακόσιες χιλιάδες
(2.900.000) δραχμές.
Των υποπεριπτώσεων ββ', γγ' δδ' και εε' σε δύο εκατομμύρια
(2.000.000) δραχμές.
Της υποπερίπτωσης στστ' σε δύο εκατομμύρια εννιακόσιες χιλιάδες
(2.900.000) δραχμές.
2. Τα πιό πάνω αναπροσαρμοσμένα ποσά της επαγγελματικής αμοιβής
ισχύουν για τις δηλώσεις φοραλογίας εισοδήματος της διαχειριστικής
περιόδου 1996."

"β) Ως συντελεστής εμφάνισης ορίζεται η μονάδα προσαυξημένη με κλάσμα
που έχει αριθμητή τον αριθμό των εμφανίσεων του καλλιτέχνη ή του
τραγουδιστή στα κέντρα διασκέδασης, αναψυκτήρια ή συναυλίες και
παρανομαστή τον αριθμό τριακόσια τριάντα (330).

(αριθμός εμφανίσεων)
1 + -------------------------
330

Ως συντελεστής δισκογραφίας ορίζεται η μονάδα προσαυξημένη με κλάσμα
που έχει αριθμητή τον αριθμό των διατεθέντων στην αγορά δίσκων, κασετών
και λοιπών συναφών, μειωμένου όμως κατά τον αριθμό χίλια πεντακόσια
(1.500) και παρονομαστή τον αριθμό τριάντα χιλιάδες (30.000).

(αριθμός διατεθέντων δίσκων και συναφών - 1.500)
1 + --------------------------------------------------
30.000

Ως συντελεστής προβολής ορίζεται η μονάδα προσαυξημένη με κλάσμα που
έχει αριθμητή το γινόμενο του αριθμού εμφανίσεων στα κέντρα
διασχέδασης, αναψυκτήρια ή συναυλίες με τον αριθμό των διατεθέντων
δίσκων, κασετών και λοιπών συναφών και παρονομαστή το διπλάσιο ποσό της
επαγγελματικής αμοιβής όπως αυτή ορίζεται στην υποπερίπτωση στ' στ' της
περίπτωσης α της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου.

(αριθμός εμφανίσεων Χ αριθμός
διατεθέντων δίσκων και συναφών)
1 + --------------------------------
επαγγελματική αμοιβή Χ 2

Ειδικότερα η εμφάνιση του καλλιτέχνη ή του τραγουδιστή σε:

"α.α. Κάθε συναυλία προσμετράται με τρείς (3) εμφανίσεις"'.

*** Τα τρία πρώτα εδάφια και η υποπερ.αα' της περ.β'αντικαταστάθηκαν ως άν
με τις περ.16 και 17 αντίστοιχα άρθρ.7 Ν.2459/1997 (Α 17)
(ισχύς από 1η Ιανουαρίου 1996 για τα εισοδήματα που αποκτώνται από
την ημερομηνία αυτή και μετά).

ββ) Σε συναυλίες για φιλανθρωπικούς, πολιτιστικούς, εθνικούς σκοπούς,
η εμφάνισή του δεν λαμβάνεται υπόψη, εφόσον αποδεδειγμένα δεν αμείβεται
για τη συμμετοχή του αυτή.

Ως αριθμός δίσκων, κασετών και λοιπών συναφών λαμβάνεται ο μέσος όρος
αυτών που διατέθηκαν στην αγορά κατά το έτος φορολογίας και το αμέσως
προηγούμενο έτος."

*** Η περ. β'αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.2 άρθρ.2
Ν.2390/1996 ΦΕΚ Α 54 με την οποία ορίζεται ότι:
"Εξαιρετικά, στις περιπτώσεις των καλλιτεχνών ή τραγουδιστών των
οποίων οι εμφανίσεις είναι μέχρι σαράντα (40) και ο αριθμός των
διατεθέντων στην αγορά δίσκων, κασετών και λοιπών συναφών είναι μέχρι
χίλια πεντακόσια (1500), το καθαρό εισόδημα ισούται με την
επαγγελματική αμοιβή".
(Ισχύς για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1996
και μετά (άρθρ.10 Ν.2390/96)

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Σύμφωνα με την παρ.3 άρθρ.2 Ν.2390/1996 (Α 54):
" 3. Ειδικά για τα εισοδήματα διαχειριστικής περιόδου 1995, για την
εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 51 του ν.2238/1994, ως ελάχιστο ποσό
καθαρού εισοδήματος, ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσης του εισοδήματος
αυτού, του καλλιτέχνη ή του τραγουδιστή που παρέχει τις υπηρεσίες του
με σύμβαση μίσθωσης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών σε κέντρα
διασκέδασης, αναψυκτήρια ή συναυλίες, που δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί
βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, θεωρείται
αυτό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό της επαγγελματικής αμοιβής,
όπως ορίζεται στην υποπερίπτωση στστ' της περίπτωσης α' της παραγράφου
3 αυτού του άρθρου και του συντελεστή δισκογραφικής δραστηριότητας, ο
οποίος ανάλογα με το μέσο όρο των δίσκων, κασετών και λοιπών συναφών
που διατέθηκαν στην αγορά κατά το έτος φορολογίας και το αμέσως
προηγούμενο έτος, προσδιορίζεται ως εξής:

Μέσος όρος δίσκων, κασετών Συντελεστής
και λοιπών συναφών που δισκογραφικής
διατέθηκαν στην αγορά στο δραστηριότητας
έτος φορολογίας και το αμέσως
προηγούμενο έτος
------------------------------------------------------------------
μέχρι και 1500 τεμάχια 1
από 1501 μέχρι 4000 τεμάχια 1,5
από 4001 μέχρι 8000 τεμάχια 2
από 8001 μέχρι 12000 τεμάχια 2,5
από 12001 μέχρι 16000 τεμάχια 3
από 16001 μέχρι 20000 τεμάχια 3,5
από 20001 μέχρι 23000 τεμάχια 4
από 23001 μέχρι 26000 τεμάχια 4,5
από 26001 μέχρι 29000 τεμάχια 5
από 29001 μέχρι 32000 τεμάχια 5,5
από 32001 μέχρι 34000 τεμάχια 6
από 34001 μέχρι 36000 τεμάχια 6,5
από 36001 μέχρι 38000 τεμάχια 7
από 38001 μέχρι 40000 τεμάχια 7,5
από 40001 μέχρι 42000 τεμάχια 8
από 42001 μέχρι 44000 τεμάχια 8,5
από 44001 μέχρι 46000 τεμάχια 9
από 46001 μέχρι 48000 τεμάχια 9,5
από 48001 μέχρι 50000 τεμάχια 10
από 50001 και άνω τεμάχια 11"
------------------------------------------------------------------

γ) Μισθωτική αξία, ποσοστό έξι τοις εκατό (6%) του ποσού που
προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό της τιμής ζώνης που ισχύει κατά την 1η
Ιανουαρίου κάθε έτους σύμφωνα με τις διατάξεις περί φορολογίας
μεταβίβασης ακινήτων, με τον αριθμό των τετραγωνικών μέτρων της
επιφάνειας της επαγγελματικής εγκατάστασης. Για τις οι οποίες
δεν έχουν ενταχθεί στο σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, ως
τιμή ζώνης λαμβάνεται η κατώτερη τιμή ζώνης, που ισχύει για την
πρωτεύουσα του νομού, όπου ασκείται το επάγγελμα.

Τα παραπάνω πρόσωπα, όταν συστεγάζονται στην ίδια επαγγελματική
εγκατάσταση, η μισθωτική αξία επιμερίζεται ανάλογα με τον αριθμό των
συστεγαζομένων. Η αντιστοιχούσα έκταση επαγγελματικής εγκατάστασης δεν
μπορεί να είναι μικρότερη από είκοσι (20) τετραγωνικά μέτρα, εφόσον
πρόκειται για δικηγόρο και σαράντα (40) τετραγωνικά μέτρα, εφόσον
πρόκειται για ιατρό, οδοντίατρο, κτηνίατρο και ψυχολόγο.

"Ο ιατρός, ο οδοντίατρος και ο ψυχολόγος, εφόσον χρησιμοποιούν ως
επαγγελματική εγκατάσταση την κατοικία τους, ως επιφάνεια που
υπολογίζεται η μισθωτική αξία λαμβάνονται υπόψη σαράντα (40)
τετραγωνικά μέτρα, ενώ για τους υπόλοιπους ελεύθερους επαγγελματίες της
παραγράφου 1 λαμβάνονται υπόψη είκοσι (20) τετραγωνικά μέτρα. Ειδικά
για το φυσιοθεραπευτή, η μισθωτική αξία που λαμβάνεται υπόψη μειώνεται
κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%)."

*** Το τελευταίο εδάφιο της περ.γ' αντικαταστάθηκε ως άνω με την
παρ.4 άρθρ.2 Ν.2390/1996 (Α 54) και ισχύει για τα εισοδήματα που
αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1995 και μετά (άρθρ.10 Ν.2390/96).

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:Με την παρ.1 άρθρ.28 Ν.2682/1999 ορίζεται ότι:
"1. Για τον προσδιορισμό του ελάχιστου ποσού καθαρού εισοδήματος των
εμπορικών επιχειρήσεων της διαχειριστικής περιόδου 1998, για τον
υπολογισμό της μισθωτικής αξίας λαμβάνεται υπόψη ποσοστό οκτώ και
είκοσι πέντε τοις εκατό (8,25%) του ποσού που προκύπτει από τον
πολλαπλασιασμό της τιμής ζώνης που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 1995 με τον
αριθμό των τετραγωνικών μέτρων της επιφάνειας της επαγγελματικής
εγκατάστασης. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για την περίπτωση
γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 51 του ν. 2238/1994".

"4. Το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος των προσώπων της παραγράφου
1 με εξαίρεση του δικηγόρου κλιμακώνεται ανάλογα με τα έτη άσκησης του
επαγγέλματος μετά το 4ο έτος κατά δέκα τοις εκατό (10%) ανά έτος μέχρι
το 20ό έτος, μειούμενο από το 21ο έτος κατά το ίδιο ποσοστό ανά έτος."

*** Η παρ.4 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.5 άρθρ.2 Ν.2390/1996 (Α 54)
και ισχύει για τα εισοδήματα που αποκτώνται
από την 1η Ιανουαρίου 1995 και μετά (άρθρ.10 Ν.2390/96).

5. Για τους δικηγόρους το ελάχιστο καθαρό εισόδημα που προκύπτει από
το άθροισμα του τεκμαρτού εισοδήματος κατά τα οριζόμενα στην
υποπερίπτωση γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 3 και της μισθωτικής
αξίας της επαγγελματικής εγκατάστασης, προσαυξάνεται ως εξής:

α) Κατά ένα τοις εκατό (1 %) για κάθε γραμμάτιο προείσπραξης πέραν
των τριάντα (30) κατ' έτος, με εξαίρεση τα γραμμάτια προείσπραξης που
αφορούν σε διεξαγωγές, παραστάσεις ενώπιον πταισματοδικείου και
μεταβιβάσεις ακινήτων, τις κατ' αποκοπή παραστάσεις για λογαριασμό του
Δημοσίου, των δήμων και κοινοτήτων, των δημόσιων οργανισμών και
επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών εταιριών, του Επικουρικού Κεφαλαίου και
των Τραπεζών, καθώς και των εργατικών υποθέσεων για τις οποίες
υποβάλλεται το εργολαβικό συμβόλαιο στην αρμόδια δημόσια οικονομική
υπηρεσία. Οι εξαιρέσεις αυτής της περίπτωσης ισχύουν και για τις
επόμενες περιπτώσεις β' και γ'. Για όσους έχουν λιγότερα από τριάντα
(30) γραμμάτια προείσπραξης κατ' έτος, το ελάχιστο ποσό καθαρού
εισοδήματος μειώνεται κατά ένα και μισό τοις εκατό ( 1,5 %) για κάθε
γραμμάτιο προείσπραξης κάτω των τριάντα (30).

β) Κατά πέντε τοις εκατό (5%) για κάθε παράσταση σε πενταμελή εφετεία
και κατά τρια τοις εκατό (3%) σε τριμελή εφετεία.

γ) Κατά δέκα τοις εκατό (10%) για κάθε παράσταση σε εφετεία
κακουργημάτων, κακουργοδικεία και ανώτατα δικαστήρια.

δ) Στις περιπτώσεις των εργατικών υποθέσεων, όπου ο δικηγόρος
αμείβεται με εργολαβικό συμβόλαιο, υποχρεούται, από τη δημοσίευση του
παρόντος, να υποβάλλει αντίγραφο του συμβολαίου αυτού στην αρμόδια
δημόσια οικονομική υπηρεσία. Το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί κοινής ωφελείας, οι
οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού
δικαίου υποχρεούνται να παρακρατούν ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%)
επί της αμοιβής του δικηγόρου. Τα ίδια πρόσωπα αποδίδουν τα ποσά της
παρακράτησης της παραγράφου αυτής μέχρι τη 10η ημέρα του επόμενου μήνα.
Μαζί με την οικεία δήλωση απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου
γνωστοποιείται στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία και αντίγραφο
της απόφασης του δικαστηρίου. Σε περιπτώσεις εργατικών υποθέσεων που
δεν έχει υποβληθεί το εργολαβικό συμβόλαιο, το καθαρό εισόδημα του
δικηγόρου, που προκύπτει με βάση το άρθρο αυτό προσαυξάνεται κατά δέκα
χιλιάδες (10.000) δραχμές ανά ομόδικο των υποθέσεων αυτών.

ε) Με το πενήντα τοις εκατό (50%) του ποσού που προκύπτει από τις
κατ' αποκοπή παραστάσεις για λογαριασμό του Δημοσίου, δήμων και
κοινοτήτων, δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων, ασφαλιστικών εταιριών
και τραπεζών, εφόσον το ποσό αυτό προκύπτει από σχετική βεβαίωση και με
το πενήντα τοις εκατό (50%) του μερίσματος που διανέμεται κατ' έτος από
τον οικείο δικηγορικό σύλλογο.

6. Το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος, που προκύπτει από το
άθροισμα της επαγγελματικής αμοιβής ή του τεκμαρτού εισοδήματος στην
περίπτωση δικηγόρου και της μισθωτικής αξίας της επαγγελματικής
εγκατάστασης, μετά την προβλεπόμενη κλιμάκωση στην παράγραφο 5 και τις
προσαυξήσεις κατά τα οριζόμενα στην παρόγραφο 4, προσαυξάνεται με βάση
τα παρακάτω κριτήρια ως εξής:

Α) Του ιατρού:
α) Με βάση την ειδικότητα:
αα) Κατά σαράντα τοις εκατό (40%) για τους χειρουργούς όλων των
ειδικοτήτων, εφόσον ασκούν χειρουργική ειδικότητα σε οποιοδήποτε
νοσηλευτικό ίδρυμα, μαιευτήρες και ορθοδοντικούς.
"ββ) Κατά δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για όλες τις κλινικές
ειδικότητες ιατρών."

*** Η υποπερ.ββ'της περ.Αα'αντικαταστάθηκε ως άνω με την
παρ.6 άρθρ.2 Ν.2390/1996 (Α 54) και ισχύει για τα εισοδήματα που
αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1995 και μετά (άρθρ.10 Ν.2390/96).

β) Με βάση τους πανεπιστημιακούς και επαγγελματικούς τίτλους:
αα) Κατά πενήντα τοις εκατό (50%) για τους καθηγητές πανεπιστημίου
οποιασδήποτε βαθμίδας.
ββ) Κατά είκοσι τοις εκατό (20%) για τους λέκτορες, τους κατέχοντες
μεταπτυχιακούς και επαγγελματικούς τίτλους. Ως επαγγελματικός τίτλος
για την εφαρμογή της διάταξης αυτής θεωρείται η θέση του υπεύθυνου
διεύθυνσης ή τμήματος που κατείχε, πριν την έναρξη άσκησης ελευθέριου
επαγγέλματος, σε οποιοδήποτε νοσηλευτικό ίδρυμα.

Β) Του δικηγόρου με βάση τους πανεπιστημιακούς τίτλους, που
αναφέρονται σε νομικά μαθήματα της εφαρμοσμένης νομικής επιστήμης:

α) Κατά τριάντα τοις εκατό (30%) για τους καθηγητές πανεπιστημίου,
οποιοσδήποτε βαθμίδας.

β) Κατά δέκα τοις εκατό (10%) για τους λέκτορες.

Γ) Του οικονομολόγου, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη
και αναλυτή - προγραμματιστή με βάση τους τίτλους σπουδών:

α) Κατά δέκα τοις εκατό (10%) για τους πτυχιούχους ελληνικών ή ξένων
πανεπιστημίων.

β) Κατά πέντε τοις εκατό (5%) για τους πτυχιούχους Τεχνολογικών
Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ή αντίστοιχων σχολών εξωτερικού.

7. Αν ο φορολογούμενος δηλώνει εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και
από άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος , το συνολικό εισόδημα που προκύπτει
με βάση τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους μειώνεται ως εξής:

α) Του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου και ψυχολόγου κατά πενήντα
τοις εκατό (50%). Το συνολικό όμως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και
του υπόλοιπου μετά τη μείωση αυτή εισοδήματος, δεν μπορεί να είναι
μικρότερο του συνολικού εισοδήματος που προκύπτει με βάση τις διατάξεις
αυτού του άρθρου.

β) Του φυσιοθεραπευτή, οικονομολόγου, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή
ή φοροτέχνη και αναλυτή - προγραμματιστή κατά πενήντα τοις εκατό (50%),
εφόσον διαθέτουν επαγγελματική εγκατάσταση. Το συνολικό εισόδημα από
μισθωτές υπηρεσίες και του υπόλοιπου μετά τη μείωση αυτή εισοδήματος,
δεν μπορεί να είναι μικρότερο του συνολικού εισοδήματος που προκύπτει
με βάση τις διατάξεις αυτού του άρθρου.
"Εάν τα πρόσωπα αυτά δεν διαθέτουν επαγγελματική εγκατάσταση, δεν
έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτού του άρθρου, το συνολικό όμως εισόδημά
τους που προέρχεται από μισθωτές υπηρεσίες και από την άσκηση
ελευθέριου επαγγέλματος δεν μπορεί να είναι κατώτερο από αυτό που
προκύπτει "κατά τις διατάξεις του ίδιου άρθρου."

*** Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β'αντικαταστάθηκε ως άνω με την
παρ.7 άρθρ.2 Ν.2390/1996 (Α 54)και ισχύει για τα εισοδήματα που
αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1995 και μετά (άρθρ.10 Ν.2390/96).

γ) Το συνολικό εισόδημα του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου,
ψυχολόγου και φυσιοθεραπευτη μειώνεται επίσης κατά τριάντα τοις εκατό
(30%), εφόσον κατοικούν και ασκούν το επάγγελμα σε παραμεθόρια περιοχή.

"δ) Προκειμένου για στρατιωτικούς ιατρούς, στρατιωτικούς οδοντιάτρους
και στρατιωτικούς κτηνιάτρους το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος,
μειώνεται περαιτέρω κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), εφόσον
ασκούν το ελεύθερο επάγγελμά τους λιγότερο από πέντε (5) έτη στην ίδια
πόλη. Η περιοχή της τέως Διοίκησης Πρωτευούσας θεωρείται ως μία πόλη."

*** Η περ.δ'προστέθηκε με την παρ.8 άρθρ.2 Ν.2390/1996 (Α 54)
και ισχύει για τα εισοδήματα που αποκτώνται
από την 1η Ιανουαρίου 1995 και μετά (άρθρ.10 Ν.2390/96).

8. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν έχουν εφαρμογή για δικηγόρους
που ασκούν το επάγγελμα παράλληλα και με πάγια αντιμισθία ή είναι
μισθωτοί ή συνταξιούχοι και έχουν πραγματοποιήσει λιγότερες από πέντε
(5) παραστάσεις σε εφετεία κακουργημάτων, κακουργοδικεία και ανώτατα
δικαστήρια συνολικά. Το συνολικό όμως εισόδημα των δικηγόρων που
προέρχεται απο μισθωτές υπηρεσίες και από την άσκηση ελευθέριου
επαγγέλματος δεν μπορεί να είναι κατώτερο από αυτό που προκύπτει κατά
τις διατάξεις αυτού του άρθρου.

9. Δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτού του άρθρου κατά τα τρία (3)
πρώτα έτη άσκησης του επαγγέλματος και εφόσον δεν έχουν παρέλθει δέκα
(10) έτη από την απόκτηση του πτυχίου. Για τον υπολογισμό της τριετίας
ως πρώτο έτος θεωρείται το επόμενο εκείνου μέσα στο οποίο ο
φορολογούμενος υπέβαλε για πρώτη φορά δήλωση έναρξης επαγγέλματος. Σε
περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί τέτοια δήλωση ή έχει υποβληθεί
εκπρόθεσμα μετά την πάροδο εξαμήνου από την πραγματική έναρξη άσκησης
του επαγγέλματος, οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται χωρίς να
λαμβάνονται υπόψη τα πρώτα έτη άσκησης επαγγέλματος.

Στην περίπτωση κατά την οποία η έναρξη επαγγέλματος ή η διακοπή
εργασιών έγινε μέσα στην κρινόμενη περίοδο, το εισόδημα που προκύπτει
με βάση τις διατάξεις αυτού του άρθρου περιορίζεται σε τόσα δωδέκατα
όσα και οι μήνες λειτουργίας της επιχείρησης. Χρονικό διάστημα
μεγαλύτερο από δεκαπέντε (15) ημέρες λογίζεται ολόκληρος μήνας.
"Προκειμένου για παλιννοστούντες
ομογενείς το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος μειώνεται κατά το πρώτο
έτος άσκησης του επαγγέλματός τους στην Ελλάδα κατά ποσοστό τριάντα
τοις εκατό (30%), κατά το δεύτερο έτος κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό
(20%) και κατά το τρίτο έτος κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%)".

***Το άνω εντός " " εδάφιο προστέθηκε με την παρ.9 άρθρ.5
Ν.2579/1998 Α 31/17.2.1998.
Ισχύς για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την
1η Ιανουαρίου 1997 και μετά.

10. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου, εφόσον πριν την
έναρξη επαγγέλματος άσκησαν το επάγγελμά τους ως μισθωτοί ή με
οποιαδήποτε άλλη σχέση εργασίας περισσότερο από μία δεκαετία, τότε για
την εφαρμογή αυτού του άρθρου κατατάσσονται στο 10ο έτος όσκησης του
επαγγέλματος.

Στα παραπάνω πρόσωπα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής
περιλαμβάνονται οι προερχόμενοι ιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι,
ψυχολόγοι και φυσιοθεραπευτές από όλα τα δημόσια ή ιδιωτικά νοσηλευτικά
ιδρύματα και συναφείς υπηρεσίες και όσοι παρείχαν οικονομολογικές,
λογιστικές, φορολογικές, καθώς και υπηρεσίες αναλυτή - προγραμματιστή
σε οποιονδήποτε εργοδότη δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα.

"11. Αν το δηλούμενο ποσό εισοδήματος από την
άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, όσων δεν τηρούν βιβλία αν και υπόχρεοι
ή τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας ή προαιρετικά τρίτης κατηγορίας του
Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, είναι μικρότερο από το ελάχιστο ποσό
καθαρού εισοδήματος, όπως προσδιορίζεται αυτό με βάση τις διατάξεις
αυτού του άρθρου, η διαφορά προσαυξάνει το εισόδημα που δηλώνεται ως
προερχόμενο από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος και ο φόρος
υπολογίζεται στο συνολικό εισόδημα που προκύπτει με αυτόν τον τρόπο."

*** Το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.14 άρθρ.7 Ν.2459/199
(ισχύει για τα εισοδήματα που αποκτώνται από τη 1η Ιανουαρίου
1997 και μετά).

"Ειδικά για τον καλλιτέχνη ή τον τραγουδιστή των κέντρων διασκέδασης,
αναψυκτηρίων ή συναυλιών, ως δηλούμενο εισόδημα λαμβάνεται αυτό που
προκύπτει από την άσκηση του επαγγέλματός του, ανεξάρτητα αν προέρχεται
από παροχή υπηρεσιών με σύμβαση μίσθωσης εργασίας ή ανεξάρτητων
υπηρεσιών και η τυχόν προκύπτουσα διαφορά προσαυξάνει το εισόδημα που
δηλώνεται από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος ή, αν δεν
δηλώνεται εισόδημα από αυτήν την κατηγορία, η διαφορά λογίζεται
εισόδημα της κατηγορίας αυτής."

*** Το άνω εντός " " εδάφιο προστέθηκε με την παρ.9 άρθρ.2 Ν.2390/1996
(Α 54) και ισχύει για τα εισοδήματα που αποκτώνται
από την 1η Ιανουαρίου 1995 και μετά (άρθρ.10 Ν.2390/96).

12. Το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος ελεύθερου επαγγελματία, ο
οποίος, εκτός από την άσκηση του επαγγέλματος ατομικά, συμμετέχει και
σε μία ή περισσότερες εταιρίες ελευθέρων επαγγελματιών της παρ. 4 του
άρθρου 2, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από αυτό που προκύπτει σύμφωνα
με τις διατάξεις αυτού του άρθρου.

Οταν ελεύθερος επαγγελματίας δεν ασκεί ατομικά ελευθέριο επάγγελμα,
αλλά το εισόδημά του προέρχεται από συμμετοχή σε μία ή περισσότερες από
τις ανωτέρω εταιρίες ελευθέρων,επαγγελματιών, ως ελάχιστο ποσό καθαρού
εισοδήματος θεωρείται αυτό που θα προέκυπτε, αν ασκούσε το ελευθέριο
επάγγελμά του ατομικά. Στην περίπτωση αυτήν, ως επαγγελματική
εγκατάσταση ελεύθερου επαγγελματία θεωρείται αυτή που αντιστοιχεί στην
εταιρία που συμμετέχει με το μεγαλύτερο ποσοστό. Το εμβαδόν όμως της
επαγγελματικής του εγκατάστασης δεν μπορεί να είναι κάτω των σαράντα
(40) τετραγωνικών μέτρων για ιατρό, οδοντίατρο, κτηνίατρο, ψυχολόγο και
είκοσι (20) τετραγωνικά μέτρα για τα λοιπά ελευθέρια επαγγέλματα.

Για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος του φυσικού προσώπου της
παραγράφου αυτής αφαιρείται το ποσό που φορολογήθηκε αυτοτελώς στο
άνομα της εταιρίας.

"13. Οι διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της περίπτωσης δ' της
παραγράφου 16, των παραγράφων 20, 21, 22, 23 και του τρίτου εδαφίου της
παραγράφου 24 του άρθρου 33 εφαρμόζονται ανάλογα στις περιπτώσεις αυτού
του άρθρου".

*** Η παρ.13 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.15 άρθρ.7 Ν.2459/1997


ΚΕΦΛΛΑΙΟ Β
ΕΛΕΓΧΟΣ - ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΦΟΡΟΥ

Αρθρο 66
Φορολογικός έλεγχος

1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την
ακρίβεια των επιδιδόμενων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την
εξακρίβωση των υποχρέων που δεν έχουν υποβάλει δήλωση. Για το σκοπό
αυτόν δικαιούται:
α) Να ζητά από τον υπόχρεο, ανεξάρτητα από το αν έχει υποβάλει ή όχι
φορολογική δήλωση, καλώντας αυτόν με έγγραφο, το οποίο του αποστέλλει
επί αποδείξει, να δώσει μέσα σε σύντομη και τακτη προθεσμια, είτε
αυτοπροσώπως είτε με εντολοδόχο που διορίζεται με απλή επιστολή, τις
αναγκαίες διευκρινίσεις και να προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθε
στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος.
β) Να ζητά από τις δημόσιες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές, τα
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις τράπεζες, τις ιδιωτικές
επιχειρήσεις και γενικά από κάθε οργάνωση επαγγελματική, εμπορική,
βιομηχανική, γεωργική κ.λπ. οποιεσδήποτε πληροφορίες θεωρεί αναγκαίες
για τη διευκόλυνση του έργου του.

"Κατά την αληθή έννοια της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου
υφίσταται υποχρέωση παροχής των ζητούμενων πληροφοριών από τον
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή από πρόσωπο που έχει
τις ίδιες ελεγκτικές αρμοδιότητες με αυτόν."

*** Το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με την
παρ.7 άρθρου 8 Ν.2386/1996 (Α 43).

"Ειδικά για την άρση του απορρήτου σε έλεγχο διενεργούμενο από ειδικό
συνεργείο, που συστάθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν.
1914/1990 (ΦΕΚ 178 Α'), απαιτείται απόφαση του προϊσταμένου του ειδικού
συνεργείου που διενεργεί φορολογικό έλεγχο. Επίσης, για την άρση του
απορρήτου σε έλεγχο που διενεργείται από την Υπηρεσία Ελέγχου Διακίνησης
Αγαθών (ΥΠ.Ε.Δ.Α.) και τα παραρτήματά της, απαιτείται κοινή απόφαση
του Προϊσταμένου της ΥΠ.Ε.Δ.Α. ή του παραρτήματός της και του
εποπτεύοντος επιθεωρητή."

*** Τα δύο νέα εντός " " εδάφια προστέθηκαν με την παρ.8 άρθρ.8
Ν.2386/1996 (Α 43).

Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής δεν
εμποδίζεται από την επίκληση, εκ μέρους οποιουδήποτε, του, κατά την
ισχύουσα νομοθεσία, απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων, το οποίο
αίρεται ειδικώς προς διευκόλυνση του φορολογικού ελέγχου. Για την άρση
του απορρήτου στην περίπτωση αυτή απαιτείται κοινή απόφαση του
επιθεωρητή της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και του προϊσταμένου της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσιας, οι οποίοι είναι αρμόδιοι για το
συγκεκριμένο φορολογικό έλεγχο.
γ) Να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο και να ζητά από αυτό τις πληροφορίες
που είναι αναγκαίες για τη διευκόλυνση του έργου του. Αυτές οι
πληροφορίες πρέπει να είναι έγγραφες.
δ) Να ενεργεί, είτε μόνος, είτε μέσω υπαλλήλου της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας ή αλλου δημόσιου υπαλλήλου, είτε μέσω άλλης
αρχής, οποιαδήποτε επιτόπια εξέταση που θα κρίνει αναγκαία και ειδικά,
προκειμένου για υποχρέους που υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων, πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με αυτές τις
διατάξεις.
ε) Να ενεργεί, είτε ο ίδιος, είτε ο οριζόμενος με έγγραφη εντολή του
υπάλληλος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ελεγκτικές επαληθεύσεις
στα βιβλία και στοιχεία επιτηδευματία αρμοδιότητας άλλου προϊσταμένου
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που έχει την έδρα του στην ίδια πάλη ή
στον ίδιο νομό, για να διαπιστώνει την ακρίβεια των δεδομένων των
βιβλίων και στοιχείων επιτηδευματία δικής του αρμοδιότητας.
Ο έλεγχος του άλλου επιτηδευματία περιορίζεται στη διαδικασία
διασταύρωσης στοιχείων που φέρεται ως εκδότης ή λήπτης αυτών, με τα
δεδομένα των βιβλίων και των στοιχείων του. Για την εφαρμογή της
περίπτωσης αυτής, οι νομοί Αττικής και Πειραιά θεωρούνται ως ένας
νομός. Στην περίπτωση του ελέγχου αυτού δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις
των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 36 του π.δ. 186/1992.
2. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον
υπολογισμό και την εκκαθάριση του φόρου δεν λαμβάνει υπόψη λέξεις, ποσά
και αριθμούς που έχουν αναγραφεί στις ενδείξεις της ετήσιας δήλωσης του
υποχρέου και συνεπάγονται τη διενέργεια μειώσεων ή εκπτώσεων του
εισοδήματος ή του φόρου ή διαμορφώνουν το αφορολόγητο ποσό ή την ετήσια
τεκμαρτή δαπάνη, εφόσον δεν συνυποβάλλονται από τον υπόχρεο τα νόμιμα
στοιχεία που αποδεικνύουν άμεσα τη συνδρομή των προϋποθέσεων, με βάση
όσα ορίζονται στις κείμενες διατάξεις. Αριθμητικά λάθη στις αθροίσεις
και σπς μεταφορές, καθώς και αναριθμητισμοί, που αφορούν στην ορθή
συμπλήρωση της ετήσιας δήλωσης του υποχρέου, διορθώνονται οίκοθεν από
τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με βάση τα στοιχεία
που έχει στη διάθεσή του.
Το περιεχόμενο του σημειώματος υπολογισμού και εκκαθάρισης του φόρου
αυτής της παραγράφου μπορεί να αμφισβητηθεί από το φορολογούμενο με
κάθε αποδεικτικό μέσο ενώπιον του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας ή του διοικητικού πρωτοδικείου, κατά τα οριζόμενα από τον
Κώδικα Φορολογικης Δικονομίας. Το δικαίωμα αυτό του φορολογουμένου
ασκείται από την ημερομηνία έκδοσης του οικείου χρηματικού καταλόγου
μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του οικείου οικονομικού ετους. Αν ο
φορολογούμενος λάβει αυτό το σημείωμα μετά τις 31 Δεκεμβρίου του
οικείου οικονομικού έτους, η αμφισβήτηση ασκείται μέσα στις προθεσμιες
που ορίζονται στο άρθρο 77 του ν.4125/1960. Η εκκαθάριση και καταβολή
του φόρου δεν αναστέλλεται από τη διαδικασία αυτή.
"3. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, μπορεί να καθορίζονται οι
ελεγκτικές επαληθεύσεις που πρέπει να διενεργούνται και οι αρχές, οι
κανόνες, τα στοιχεία, τα κριτήρια και γενικά ο τρόπος και οι
διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται, κατά τον έλεγχο των δηλώσεων
που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της παρ. 1, για ορισμένες ή και
όλες τις κατηγορίες εισοδημάτων, ανάλογα και με την προέλευση και το
ύψος αυτών, καθώς και ειδικός τρόπος επίλυσης των φορολογικών διαφορών
που προκύπτουν από τον έλεγχο αυτόν. Σε δηλώσεις που ελέγχονται σύμφωνα
με τις αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου αλλά δεν επέρχεται επίλυση
της φορολογικής διαφοράς, μπορεί με τις αποφάσεις αυτές να ορίζεται η
διενέργεια πρόσθετων ελεγκτικών επαληθεύσεων. Για τις δηλώσεις αυτές
εκδίδονται και κοινοποιούνται τα σχετικά φύλλα ελέγχου ή οι πράξεις και
ακολουθείται η οριζόμενη από τις οικείες φορολογικές διατάξεις
διαδικασία. Με τις ίδιες αποφάσεις μπορεί να καθορίζεται ειδικός τρόπος
επίλυσης των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν και από τον έλεγχο
δηλώσεων που δεν εμπίπτουν στον τρόπο ελέγχου των αποφάσεων αυτών και
να ορίζονται οι προυποθέσεις που πρέπει να πληρούνται στις περιπτώσεις
αυτές".

*** Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.3 άρθρ.13 Ν.2601/1998
Α 81/15.4.1998.Με την παρ.4 του αυτού άρθρου ορίζεται ότι:
" Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 66 του ν. 2238/1994 ισχύουν
ανάλογα και για τις λοιπές φορολογίες".

4. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως:
α) Συνιστώνται ειδικά ελεγκτικά κέντρα, στα οποία παρέχεται η
αρμοδιότητα για το φορολογικό έλεγχο ορισμένων επιχειρήσεων, ανεξάρτητα
από τη μορφή ή τον τύπο με τον οποίο λειτουργούν ή το είδος τους ή την
κατηγορία των βιβλίων που τήρησαν και καθορίζεται ο αριθμός αυτών, η
χωρική τους αρμοδιότητα, η οργάνωση, η στελέχωση και ο τρόπος
λειτουργίας τους, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι
αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της περίπτωσης.
β) Μπορεί να ανατίθεται η διενέργεια ελέγχου σε προϊστάμενο δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας που δεν είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιος.
Ολη η υπόλοιπη, εκτός από τη διενέργεια του ελέγχου, διαδικασία
επιβολής του φόρου ενεργείται από τον καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο
προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
5. Τα δικαιώματα ελέγχου, που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 4,
έχουν και οι επιθεωρητές των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών, οι οποίοι
μπορεί να διατάσσουν και επανέλεγχο για οποιαδήποτε φορολογική υπόθεση
με υπαλλήλους της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή με άλλους
υπαλλήλους των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών που εποπτεύουν, οι οποίοι
μετακινούνται για το σκοπό αυτόν με απόφασή τους.
6. Οσοι, καλούμενοι σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, αρνούνται
ή παραλείπουν αναιτιολογήτως να δώσουν πληροφορίες για την εξακρίβωση
του εισοδήματος και να διευκολύνουν το ελεγκτικό έργο του προϊσταμένου
της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, υπόκεινται στο πρόστιμο που
ορίζεται από το άρθρο 87.
7. Σε δίκες για αδικήματα που διαπράχθηκαν εναντίον υπαλλήλων ή
επιθεωρητών του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι ενήργησαν για το
συμφέρον της υπηρεσίας, μπορεί, ύστερα από προηγούμενη έγκρισή του
Υπουργού Οικονομικών, να παρίσταται για την υπεράσπισή τους, ενώπιον
των ποινικών δικαστηρίων, εκπρόσωπος της νομικής διεύθυνσης του
Υπουργείου Οικονομικών.
8. Επιφυλλασσομένης της εφαρμογής της διατάξεως της παραγράφου 3 του
παρόντος, από τις ανέλεγκτες δηλώσεις, των οποίων επίκειται ο χρόνος
παραγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 84, ελέγχονται
υποχρεωτικά κατά προτεραιότητα οι δηλώσεις με τα μεγαλύτερα εισοδήματα.
Στις περιπτώσεις που δεν καθίσταται εφικτός ο έλεγχος των υπόλοιπων
δηλώσεων μέχρι να συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, οι δηλώσεις
αυτές περαιώνονται με έλεγχο, που καθορίζεται με απαφάσεις του Υπουργού
Οικονομικών..
Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή φόρου, λόγω
εφαρμογής της διατάξεως της παραγράφου 3, δεν δημιουργεί πειθαρχική
ευθύνη φοροτεχνικών υπαλλήλων.
9. Ο υπόχρεος, προ της έκδοσης του φύλλου ελέγχου ή της πράξης,
μπορεί να λάβει γνώση του αποτελέσματος του ελέγχου της παραγράφου 3
του άρθρου αυτού και να υποβάλει αρχική ή συμπληρωματική δήλωση. Στην
περίπτωση αυτήν, οι προβλεπόμενες κατά φορολογικό αντικείμενο
προσαυξήσεις ή πρόστιμα μειώνονται στο 1/5 για υποθέσεις οικονομικού
έτους 1991 και παλαιότερα.

***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ.5 άρθρ./26 Ν.2065/1992,όπως αυτή
αντικαταστάθηκε με την παρ.4 άρθρ.20 Ν.2443/1996,ορίζεται ότι:
"5. Οι διατάξεις των άρθρων 66 μέχρι και 71,74,75,84,86,87 και 113
του ν. 2238/1994, καθώς και του ν. 4125/1960 (ΦΕΚ 202 Α') εφαρμόζονται
ανάλογα και στο φόρο που επιβάλλεται με το νόμο αυτόν."

"10. Σε διοικητική επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις τω
παραγράφων 1 έως και 6, περιορίζεται στο μισό (1/2) το ποσοστό
προσαύξησης κατά 100% ή 50% ή 40% ή 20% ανάλογα με την περίπτωση, του
συντελεστή καθαρού κέρδους ή καθαρού εισοδήματος ή καθαρών αμοιβών, που
προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 2 του άρθρου 32, 2 και 4
του άρθρου 34, 3 του άρθρου 41, 5 του άρθρου 49 και 4 του άρθρου 50. Οι
κατά περίπτωση διατάξεις που ορίζουν ότι επί εξωλογιστικού
προσδιορισμού εφαρμόζεται ο συντελεστής που προκύπτει από το λογιστικό
προσδιορισμό, εφόσον αυτός είναι μεγαλύτερος από το συντελεστή που
προβλέπεται για το οικείο επάγγελμα, ισχύουν ανάλογα και κατά την
εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου".

*** Η παρ. 10 προστέθηκε με την παρ. 5 άρθρ.13 Ν.2601/1998
Α 81/15.4.1998

'Αρθρο 70


1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί,
αν αμφισβητεί την ορθότητά του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της
διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας.

2. Η πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται,
προκειμένου για σχολάζουσα κληρονομία, από τον κηδεμόνα, για επιδικία
από τον προσωρινό διαχειριστή, για μεσεγγύηση από το μεσεγγυούχο, για
πτωχεύσαντα από το σύνδικο, για ανηλικο από τον ασκούντα τη γονική
μέριμνα και επί πλειόνων απά τον ένα από αυτούς ή για δικαστικώς ή
νομίμως απαγορευμένο ή υπό δικαστική αντιληψη από τον επίτροπο ή τον
αντιλήπτορα, κατά περίπτωση, και προκειμένου για θανόντα φορολογούμενο
από τους κληρονόμους του. Τα πρόσωπα, που, κατά το προηγούμενο εδάφιο,
προτείνουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, υπογράφουν και την
πράξη που ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου αυτού.

3. Η πρόταση υποβάλλεται στον προιστάμενο της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου, με το δικόγραφο της
προσφυγής ή με ιδιαίτερη αίτηση που κατατίθεται μέσα στη νόμιμη
προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής. Αυτός που υποβάλλει την αίτηση
για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υποχρεούται να προσκομίσει μέσα
στην παραπάνω προθεσμία τα αποδεικτικά στοιχεία για την υποστηριξη της
αιτησής του και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του.

4. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, αφού λάβει
υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, τα στοιχεία που
προσκομίζονται από το φορολογούμενο και όσα αναπτύσσονται από αυτόν
εγγράφως ή προφορικώς, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο, μπορεί, εφόσον
κρίνει το αίτημα βάσιμο, να αποδεχθεί την ακύρωση του φύλλου ελέγχου ή
τη διαγραφή των εισοδημάτων μερικών μόνο πηγών ή τον περιορισμό του
συνόλου της φορολογητέας ύλης που αναφέρεται στο φύλλο ελέγχου ή
μερικών μόνο πηγών ή της ίδιας πηγής ή του φόρου ή άλλου δικαιώματος.

5. Ειδικώς, όταν στο φύλλο ελέγχου περιλαμβάνονται και εισοδήματα που
προέρχονται από γεωργικές ή εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση
ελευθέριου επαγγέλματος ή μόνο τέτοια εισοδήματα, που προέρχονται όμως
αποκλειστικά από άσκηση επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία της
τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, η διοικητική
επίλυση της διαφοράς γίνεται από επιτροπή που αποτελείται από τον
αρμόδιο επιθεωρητη, τον προιστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας
ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους, από εκπρόσωπο του Εμπορικού και
Βιομηχανικού ή Οικονομικού Επιμελητηρίου ή του εμπορικού ή
επαγγελματικού συλλόγου της περιοχής, στην οποία εδρεύει η αρμόδια
δημόσια οικονομική υπηρεσία.

Οι πιο πάνω φορείς ορίζουν τους εκπροσώπους τους με τους αναπληρωτές
τους, ύστερα από έγγραφο του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας
οικονομικής υπηρεσίας,

Η θητεία των εκπροσώπων του Εμπορικού και Βιομηχανικού ή Οικονομικού
Επιμελητηρίου ή εμπορικού ή επαγγελματικού συλλόγου, καθώς και των
νόμιμων αναπληρωτών τους, που μετέχουν στη διοικητική επίλυση της
διαφοράς, είναι διετής και αρχίζει από την ημερομηνία που αυτοί
ορίστηκαν ως εκπρόσωποι. Οι εκπρόσωποι των παραπάνω φορέων που δεν
είναι δημάσιοι υπάλληλοι οφείλουν να δώσουν ενώπιον του αρμόδιου
επιθεωρητή της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας τον όρκο του δημοσίου
υπαλλήλου, συντασσομένης σχετικής πράξης.

Η εξέταση του αιτήματος για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς δεν
κωλύεται αν απουσιάζει κατά τη συζήτηση ένα από τα τρία μέλη της
επιτροπής.

Κατά τη συζήτηση της πρότασης για διοικητική επίσλυση της διαφοράς
παρίσταται ο φορολογούμενος αυτοπροσώπως ή με εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό
του κατά τις διατάξεις της παραγράφου 7.

Αν δεν παραστεί ο φορολογούμενος ή εκπρόσωπός του κατά τη συνεδρίαση
που έχει ορισθεί για την εξέταση της πρότασής του, η διοικητική επίλυση
της διαφοράς ματαιώνεται.

6. Αν συμπέσουν οι απόψεις του υποχρέου και: α) του προϊσταμένου της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, όταν πρόκειται για πρόσωπα που ασκούν
επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα, τα οποία τηρούν κατά περίπτωση βιβλία
πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, β) δύο
(2) τουλάχιστον από τα μέλη της επιτροπής της προηγούμενης παραγράφου,
όταν πρόκειται για φύλλα ελέγχου που αναφέρονται σε αυτή, συντάσσεται
και υπογράφεται, από όλα τα μέρη που μετείχαν στη διαδικασία, πράξη
επίλυσης της διαφοράς, με την αναγραφή της γνώμης τυχόν μειοψηφήσαντος
μέλους της επιτροπής. Με την πράξη αυτή που είναι αμετάκλητη θεωρείται
ότι η διαφορά επιλύθηκε ολικά ή μερικά, κατά περίπτωση, ανάλογα με το
αποτέλεσμα που επήλθε από τη σύμπτωση των απόψεων των μερών. Στην
περίπτωση αυτην, η προσφυγή που τυχόν ασκήθηκε δεν παράγει κανένα
αποτέλεσμα ή ισχύει μόνο για το μέρος που δεν επιλύθηκε η διαφορά.

Αν υποβληθεί αίτημα για διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη
αίτηση, η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αρχίζει από την
επομένη της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης ή μερικής επίλυσης
της διαφοράς.

7. Η συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και
η υπογραφή της σχετικής πράξης μπορεί να γίνει και από ειδικό
πληρεξούσιο του υποχρέου, εφόσον κατατεθεί στον αρμόδιο προϊστάμενο της
δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας πληρεξούσιο έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό
με θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής από την κατά νόμο αρμόδια αρχή.

Αν ο υπόχρεος είναι αγράμματος, το ιδιωτικό πληρεξούσιο έγγραφο
υπογράφεται από δύο μάρτυρες, των οποίων η γγησιότητα των υπογραφών
βεβαιώνεται, όπως στο προηγούμενο εδάφιο αναφέρεται ή αναπληρώνεται
τούτο από έγγραφο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, το οποίο
περιέχει τη δήλωση που έγινε ενώπιον αυτών από τον υπόχρεο.

8. Στα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 5 αυτού του άρθρου για να
εξετάζουν με δικαίωμα ψήφου το αίτημα διοικητικής επίλυσης της
διαφοράς, καθώς και στον υπάλληλο που ορίζεται για την τήρηση των
πρακτικών, καταβάλλεται για κάθε συνεδρίαση, στην οποία παρέστησαν,
αποζημίωση, η οποία καθοριζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.
Με όμοιες αποφάσεις καθορίζεται η διαδικασία για τη διοικητική επίλυση
της διαφοράς, για τη λειτουργία της επιτροπής, καθώς και κάθε άλλη
λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή αυτού του άρθρου.

9. Η διάταξη του δεύτερου εδαφιου της παρ. 1 του άρθρου 79 του ν.
4125/1960 εφαρμόζεται και επί προσφυγής που ασκείται από νομικό
πρόσωπο, όταν ο εκπρόσωπος αυτού διαμένει, κατά το χρόνο άσκησης της
προσφυγής, έξω από την έδρα της φορολογικης αρχής που εξέδωσε τη με
αυτή προσβαλλόμενη πράξη.

***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ.5 άρθρ./26 Ν.2065/1992,όπως αυτή
αντικαταστάθηκε με την παρ.4 άρθρ.20 Ν.2443/1996,ορίζεται ότι:
"5. Οι διατάξεις των άρθρων 66 μέχρι και 71,74,75,84,86,87 και 113
του ν. 2238/1994, καθώς και του ν. 4125/1960 (ΦΕΚ 202 Α') εφαρμόζονται
ανάλογα και στο φόρο που επιβάλλεται με το νόμο αυτόν."

"10. Σε διοικητική επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις των
παραγράφων 1 έως και 6, περιορίζεται στο μισό (1/2) το ποσοστό
προσαύξησης κατά 100% ή 50% ή 40% ή 20% ανάλογα με την περίπτωση, του
συντελεστή καθαρού κέρδους ή καθαρού εισοδήματος ή καθαρών αμοιβών, που
προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 2 του άρθρου 32, 2 και 4
του άρθρου 34, 3 του άρθρου 41, 5 του άρθρου 49 και 4 του άρθρου 50. Οι
κατά περίπτωση διατάξεις που ορίζουν ότι επί εξωλογιστικού
προσδιορισμού εφαρμόζεται ο συντελεστής που προκύπτει από το λογιστικό
προσδιορισμό, εφόσον αυτός είναι μεγαλύτερος από το συντελεστή που
προβλέπεται για το οικείο επάγγελμα, ισχύουν ανάλογα και κατά την
εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου".

*** Η παρ.10 προστέθηκε με την παρ.5 άρθρ.13 Ν.2601/1998
Α 81/15.4.1998.

"11. Aντίγραφο του πρακτικού της διοικητικής επίλυσης της
διαφοράς παραδίδεται στον υπόχρεο. Tο πρακτικό αυτό επέχει και
θέση ατομικής ειδοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου
4 του ν.δ. 356/1974 (K.E.Δ.E.)."

*** Η παρ.11 προστέθηκε με την παρ.2 άρθρ.30
Ν.2648/1998 Α 238//22.10.1998.(Ισχύς από 1.12.1998).

 

'Αρθρο 115
Ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα

1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες
σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών ή
συνεταιρισμών κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται
προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από
αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και του φόρου που
παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Στις ανώνυμες
εταιρίες που συγχωνεύονται, ευθύνεται αλληλεγγύως μαζί με τα πιο πάνω
πρόσωπα, για την πληρωμή των κατά το προηγούμενο εδάφιο οφειλόμενων
φόρων της διαλυόμενης εταιρίας και εκείνη που την απορρόφησε ή η νέα
εταιρία που συστήθηκε ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Τα
πρόσωπα που αναφέρονται πιο πάνω έχουν δικαίωμα αναγωγής κατά των
προσώπων που διατέλεσαν σύμβουλοι, καθώς και μέλη ή μέτοχοι του νομικού
προσώπου κατά το χρόνο της διάλυσής του ως προς τους φόρους που αφορούν
σε χρήσεις προγενέστερες από την έναρξη της εκκαθάρισης, ανεξάρτητα από
το χρόνο βεβαίωσής τους.
2. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά
εντεταλμένοι στη διοίκηση του νομικού προσώπου, κατά το χρόνο της
διάλυσης των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 101, ευθύνονται
προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από
αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και των φόρων που
παρακρατούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ.4 άρθρ.4 Ν.2556/1997 Α 270/24.12.1997
όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.2 άρθρ.69 Ν.2676/1999
" Οι διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α), όπως
ισχύουν κάθε φορά, που αναφέρονται στην ευθύνη των διοικούντων νομικά
πρόσωπα για την καταβολή των φόρων που οφείλουν στο Δημόσιο τα πρόσωπα
αυτά, εφαρμόζονται κατ' αναλογία και για την καταβολή των οφειλόμενων
στο Ι.Κ.Α. ασφαλιστικών εισφορών".

"3. Tα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2
ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους
φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που
εκπροσωπούν, ως εξής:

α) Aν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία
από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου
και μετά.

β) Aν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν
μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση
παρακράτησης του φόρου."

*** Η παρ.3 προστέθηκε με την παρ.6 άρθρ.22 Ν.2648/1998,
ΦΕΚ Α 238/22.10.1998. Ισχύς από 1.12.1998
Με την παρ.7 του αυτού άρθρου και νόμου ορίζεται ότι:
" 7. Oι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 115 του ν.2238/1994
εφαρμόζονται και για την περίπτωση β' του άρθρου 45
του ν.1642/1986 (ΦEK 125 A'),καθώς και για οφειλές φόρου
κύκλου εργασιών".

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:Με την παρ.4 άρθρ.4 Ν.2556/1997,όπως αυτή τροποποιήθηκε
με την παρ.2 άρθρ.69 Ν.2676/1999 ορίζεται ότι:
"4. Οι διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α), όπως
ισχύουν κάθε φορά, που αναφέρονται στην ευθύνη των διοικούντων νομικά
πρόσωπα για την καταβολή των φόρων που οφείλουν στο Δημόσιο τα πρόσωπα
αυτά, εφαρμόζονται κατ' αναλογία και για την καταβολή των οφειλόμενων
στο ΙΚΑ ασφαλιστικών εισφορών".

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με την παρ.5 άρθρ.19 Ν.2741/1999 ορίζεται μεταξύ
άλλων ότι:
"Οι διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/1994, όπως ισχύουν, όπως
επίσης και οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις νόμων, που προβλέπουν ατομική
και αλληλέγγυο ευθύνη φυσικών προσώπων με νομικό πρόσωπα ή προσωπική
κράτηση ή άλλα μέτρα διοικητικού καταναγκασμού ή ποινική ευθύνη για τη
μη καταβολή φόρων, τελών, εισφορών, δασμών προς το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ.
συμπεριλαμβαvομένων των οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης,
δεν έχουν εφαρμογή επί προσώπων που διορίσθηκαν ή εκλέχθηκαν στη
διοίκηση υπό εκκαθάριση εταιρειών των νόμων 1386/1983, 1892/1990 και
2000/1991 ή ανωνύμων εταιρειών, θυγατρικών του Ο.Α.Ε., ως εκπρόσωποι
του και με πρόταση αυτού".