Εισήγηση στο 2ο Αναπτυξιακό Συνέδριο Ν. Σερρών

 

Ελληνικός Τουρισμός 2010: "Ιδιωτικές Επενδύσεις & Πρωτοβουλίες"

 

Εισηγητής: Γεώργιος Χαμάκος, Project Manager

 

Είναι γνωστό ότι ανάμεσα στα πολλά και χρονίζοντα προβλήματα του τουρισμού της χώρας μας, κυρίαρχη θέση έχει αυτό της έλλειψης  τουριστικής πολιτικής. Το πρόβλημα αυτό καθίσταται εντονότερο, λόγω του ότι η σημασία του τουρισμού γίνεται ολοένα και σημαντικότερη για την ελληνική οικονομία και κοινωνία.

 

Θεωρώντας λοιπόν ότι είναι επιτακτική ανάγκη να επαναπροσδιοριστούν και εξεταστούν τα θέματα που απασχολούν τον τουριστικό τομέα, ο ΣΕΤΕ διοργάνωσε τον Φεβρουάριο 2002,  συνέδριο  με θέμα: «Τουρισμός & Ανάπτυξη: Μία στρατηγική προσέγγιση».  Στο Συνέδριο αυτό αναπτύχθηκε  ένας σε βάθος προβληματισμός για τον ελληνικό τουρισμό, στα πλαίσια του οποίου κατατέθηκαν προτάσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο ενός άτυπου αλλά γόνιμου διαλόγου.   Η μελέτη : «Ελληνικός Τουρισμός 2010: Στρατηγική & Στόχοι» είναι ακόμα μια  συνεισφορά του ΣΕΤΕ στο διάλογο αυτό. Εξετάζουμε τον Ελληνικό Τουρισμό κατά την περίοδο 1990-2000, θέτουμε στόχους και προτείνουμε στρατηγικές για το 2010, συμβάλλοντας με αυτό τον  τρόπο στην προσπάθεια του μακροχρόνιου σχεδιασμού του τουρισμού μας.

 

Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή υλοποίηση πολιτικών και δράσεων, είναι η συνεργασία μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπου ο κάθε ένας οφείλει να παίξει τον δικό του ξεκάθαρο ρόλο. Η Πολιτεία έχει την ευθύνη των αποφάσεων, οφείλει να σχεδιάζει, να θέτει τους κανόνες και να ελέγχει. Ο ιδιωτικός τομέας έχει την ευθύνη της επιχειρηματικής δράσης, που θα υλοποιήσει την τουριστική πολιτική, επενδύοντας και μεγιστοποιώντας τα οφέλη για την Εθνική Οικονομία.  Παράλληλα με αυτό, οφείλει με ενιαία φωνή,  να μεταφέρει στην Πολιτεία την πολύτιμη επιχειρηματική άποψη.

 

Ανάπτυξη του Ελληνικού Τουρισμού 1950-2000

Μέχρι και το 1990 η τουριστική ανάπτυξη στην Ελλάδα  ήταν ταχύτερη από ότι στην  Ευρώπη και στο κόσμο.  Oμως, στη δεκαετία 1990-2000 παρατηρούμε ότι η μείωση του ρυθμού αύξησης των  αφίξεων  είναι μεγαλύτερη στην Ελλάδα από την  αντίστοιχη ευρωπαϊκή και παγκόσμια.

Αυτό σηματοδοτεί το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι πλέον ένας «ώριμος» -με την έννοια του κύκλου ζωής προϊόντος- τουριστικός προορισμός, ο οποίος κινδυνεύει να εισέλθει σε περίοδο στασιμότητας που φυσικά θα ακολουθηθεί από πτωτική περίοδο, αγνώστου διάρκειας, εκτός και αν αντιδράσει δυναμικά.

 

Η μέση ετήσια μεταβολή των αφίξεων στο διάστημα 1990-2000 είναι 3,5 % ενώ η αντίστοιχη  των εσόδων για το ίδιο διάστημα είναι περίπου 14 %. Η διαφορά των ρυθμών μεταβολής δεν οφείλεται στο γεγονός ότι βελτιώθηκε πραγματικά η κατά κεφαλήν δαπάνη (και βέβαια σε καμία περίπτωση ότι μεγάλωσε η μέση διάρκεια παραμονής) αλλά κυρίως στο ότι άλλαξε ο τρόπος υπολογισμού του τουριστικού συναλλάγματος. Αυτό είναι φανερό μεταξύ των ετών 1996-1997, όπου, ενώ έχουμε αύξηση κατά 9 % στις αφίξεις η αντίστοιχη αύξηση των εσόδων είναι 38 %. Για το 1998 τα έσοδα από τον τουρισμό σύμφωνα με στοιχεία του WTO, δηλαδή σύμφωνα με τα στοιχεία που δήλωσε η χώρα μας ,  ανήλθαν σε 5.182 εκ. USD μετά το αρχικό δηλωθέν ποσό των 3.925 εκ.USD  και στη συνέχεια διόρθωση σε 4.050 εκ. USD για να καταλήξουμε στα 6,18 δις USD.   Για το 2000,  αν δεχτούμε ως ακριβή τα έσοδα,  καταλήγουμε σε ΜΚΔ της τάξεως των 738 USD. Με μέση διάρκεια παραμονής 10 περίπου ημέρες,  έχουμε  μέση ημερήσια  κατά κεφαλή δαπάνη περίπου 74 USD.

 

Η ξενοδοχειακή προσφορά από 423.660 κλίνες το 1990, αυξήθηκε στις 593.990 το 2000, δηλαδή 170.330 κλίνες περισσότερες ή αύξηση σε ποσοστό 40%.  Όμως η πλειονότητα  των κλινών που προστέθηκαν ήταν Β και Γ τάξεως (22.828 + 68.752 = 91.580, έναντι 15.886 + 55.489 = 71.375 των ΑΑ και Α τάξεως). Ποσοστιαία όμως, έχουμε βελτίωση στις ΑΑ και Α τάξεις, από 27,04% του συνόλου των κλινών το 1990, σε 31,30% το 2000. Η εικόνα αυτή είναι πλασματική σε ότι αφορά την ποιότητα, δεδομένου ότι τα μέχρι και το 2000 ισχύοντα κριτήρια κατάταξης σε τάξεις, δεν περιελάμβαναν ποιοτικές μεταβλητές. 

 

Ως προς τα μέσα μεγέθη, παρά τη μικρή αύξηση, η συντριπτική πλειοψηφία των μονάδων παραμένουν πολύ μικρές επιχειρήσεις, με ότι αυτό συνεπάγεται.

 

Χωρική Κατανομή Ξενοδοχειακής  Προσφοράς

Το 1990 τρεις περιοχές, Στερεά Ελλάδα, Κρήτη και Δωδεκάνησα συγκέντρωναν το 57% της συνολικής προσφοράς σε ξενοδοχειακές κλίνες. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 53% το 2000. Η μείωση αυτή οφείλεται αποκλειστικά στην απαξίωση της Αθήνας / Αττικής ως τουριστικού προορισμού. Αντίθετα η Κρήτη και τα Δωδεκάνησα συνέχισαν να προσθέτουν κλίνες.  Η Κρήτη σημείωσε αύξηση 53% (από 76.095 σε 116.513 κλίνες) και τα Δωδεκάνησα  50% (από 69.829 σε 105.036 κλίνες). Πελοπόννησος, Θεσσαλία / Σποράδες και Θράκη μείωσαν την ποσοστιαία συμμετοχή τους, ενώ οι υπόλοιπες περιοχές σημείωσαν πολύ μικρές αυξήσεις. Γενικά, η εξέλιξη της χωρικής κατανομής των ξενοδοχειακών κλινών δεν συμβάλλει ακόμη,  στο μέγιστο βαθμό που  θα μπορούσε, στην σύμμετρη ανάπτυξη της περιφέρειας. Ο κύριος λόγος γι αυτό είναι  η έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδίου τουριστικής ανάπτυξης.

 

Εποχικότητα Τουριστικής Ζήτησης

Είναι εντυπωσιακό ότι σε ολόκληρη την περασμένη δεκαετία,  στο τρίμηνο  Ιούλιος, Αύγουστος και Σεπτέμβριος, πραγματοποιείται σταθερά περισσότερο από το 50% των ετήσιων αφίξεων. Οι όποιες προσπάθειες άμβλυνσης της εποχικότητας δεν είχαν αποτέλεσμα, είτε διότι δεν είχαν συνέπεια και συνέχεια , είτε  - και κυρίως αυτό- διότι δεν βασίσθηκαν στη διαφοροποίηση / εμπλουτισμό του προϊόντος.

 

Η συνέχεια αυτής της κατάστασης επιτείνει το πρόβλημα των αντοχών των υποδομών στην υψηλή περίοδο και περιορίζει την αποδοτικότητα των επενδύσεων .

 

Σύγκριση με Ανταγωνίστριες Χώρες

Ας δούμε λίγο συγκριτικά, μερικά  βασικά τουριστικά μεγέθη των εξής χωρών: Ισπανία, Τουρκία, Κύπρος, Πορτογαλία, Αίγυπτος, και φυσικά Ελλάδα.

 

Αφίξεις  & Έσοδα

Η Ελλάδα και η Ισπανία, έχουν ίδιο ρυθμό ανάπτυξης (και χαμηλότερο των υπολοίπων), γεγονός που εξηγείται από το ότι και οι δύο προορισμοί έχουν εισέλθει σε  φάση ωριμότητας.

Η Τουρκία και η Αίγυπτος αναπτύσσονται ταχύτερα, αφού ως προορισμοί βρίσκονται ακόμη σε σχετικά νεαρή ηλικία.

Η Κύπρος λόγω μεγέθους τουλάχιστον αποτελεί ειδική περίπτωση, και τέλος η Πορτογαλία που παρουσιάζει ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης ως τουριστικός προορισμός  «νεαρότερης ηλικίας».

 

Καταγράφοντας για κάθε χώρα τις αφίξεις και τα έσοδα από τον τουρισμό διαπιστώνουμε ότι οι διαφορετικές μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται –ως προς τα έσοδα- δεν επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, τόσο για τη διαχρονική μεταβολή τους όσο και για την ΜΚΔ των τουριστών.  Εκτός από την ελληνική περίπτωση που προαναφέρθηκε, περίεργες διακυμάνσεις παρουσιάζει και η Τουρκία : Το 1997 η ΜΚΔ ήταν 894 USD, ενώ το 2000, 732 USD.  Ανεξάρτητα από τη μείωση, η Τουρκία είναι μια χώρα με χαμηλότερο κόστος ζωής από τις υπόλοιπες -πλην Αιγύπτου- προς σύγκριση χώρες και με σημαντικά χαμηλότερες τιμές στα πακέτα μαζικού τουρισμού. Πως εξηγείται λοιπόν η σχετικά υψηλή ΜΚΔ;

 

Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνω ότι η μεθοδολογία των Δορυφόρων Λογαριασμών Τουρισμού που έχει αναγγελθεί και βρίσκεται σε πιλοτική φάση αποτελεί μια σημαντική θετική εξέλιξη.

 

Αφίξεις &  Κλίνες

Η συσχέτιση των ποσοστιαίων αυξήσεων κλινών και αφίξεων, δείχνει διαφορές από χώρα σε χώρα. Κύπρος, Πορτογαλία και Αίγυπτος σημείωσαν μεγαλύτερη μεταβολή στις αφίξεις σε σχέση με τις κλίνες, Ελλάδα και Ισπανία σχεδόν τα ίδια ποσοστά και μόνο η Τουρκία επέτυχε μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση κλινών σε σχέση με τη μεταβολή των αφίξεων της.

 

Η Ελλάδα έχει -με διαφορά- το μικρότερο μέσο μέγεθος ξενοδοχειακών μονάδων σε όλες τις κατηγορίες, πλην αυτής της πολυτελείας.

 

Χωρική Συγκέντρωση Ξενοδοχειακής Προσφοράς

Κοινό χαρακτηριστικό για όλες τις χώρες, είναι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής δραστηριότητας, όπως αυτή εκφράζεται με τη συγκέντρωση ξενοδοχειακών κλινών,  βρίσκεται σε τρείς περιοχές.  Η Κύπρος λόγω μεγέθους πρέπει να  αποκλεισθεί από τη σύγκριση.  Τα ποσοστά συγκέντρωσης φανερώνουν για όλες τις χώρες: μεγάλη εξάρτηση ορισμένων περιοχών από το τουρισμό αλλά παράλληλα δυνατότητες ανάπτυξης  για τις υπόλοιπες.

 

Εποχικότητα Τουριστικής Ζήτησης

Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του ελληνικού τουρισμού είναι η έντονη εποχικότητα της ζήτησης.  Το πρόβλημα αυτό, αν μη τι άλλο, σηματοδοτεί τις δυνατότητες ανάπτυξης που υπάρχουν. Προϋπόθεση  βέβαια να σταματήσουν τα διάφορα ευχολόγια περί  12μήνου τουρισμού με την ανάπτυξη κάθε είδους και μορφής τουρισμού και παράλληλα να στοχεύσουμε  αρχικά στην επέκταση της  περιόδου με την ανάπτυξη υποδομών για συνέδρια / εκθέσεις, golf,  θαλασσοθεραπεία και μαρίνες.

 

Υποστηρικτική τουριστική υποδομή

Σημαντικές  διαφορές, ποσοτικές και ποιοτικές,  παρατηρούνται επίσης στο επίπεδο της υποστηρικτικής τουριστικής υποδομής δηλαδή στα συνεδριακά κέντρα, στις μαρίνες, στα γήπεδα γκολφ, στα κέντρα θαλασσοθεραπείας κλπ. Τα στοιχεία αυτά διαφοροποιούν ποιοτικά τη σύνθεση του τουριστικού προϊόντος, συμβάλλουν στην άμβλυνση της εποχικότητας και έχουν σαφέστερα καλύτερες αποδόσεις.

 

Στρατηγική και Στόχοι για το 2010

Ο ΣΕΤΕ έχοντας όλα τα παραπάνω υπόψη, προχώρησε με μια αναπτυξιακή προσέγγιση, στο να θέσει στόχους και να χαράξει βασικές στρατηγικές κατευθύνσεις για τον ελληνικό τουρισμό μέχρι το 2010.

 

Ο ελληνικός τουρισμός, ως ο κινητήριος μοχλός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, οφείλει να μεγιστοποιήσει τα έσοδα και το επίπεδο απασχόλησης,  εντός βέβαια ενός πλαισίου προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.

 

Οραματιζόμαστε μία ελεγχόμενη τουριστική ανάπτυξη, η οποία θα στοχεύει στη βελτίωση των αποδόσεων, με παράλληλη αύξηση του αριθμού των αφίξεων και διανυκτερεύσεων, με καλύτερη χωρική και χρονική κατανομή της τουριστικής δραστηριότητας.

 

Η βελτίωση του επενδυτικού κλίματος μέσω ουσιαστικών τροποποιήσεων και απλούστευσης των διαδικασιών του Αναπτυξιακού Νόμου, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων , ο διαρκής εκσυγχρονισμός όλων των τουριστικών επιχειρήσεων , η ένταση της προβολής του ελληνικού τουρισμού και μάλιστα συνδεδεμένης με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, αποτελούν τους κύριους άξονες στρατηγικής για την επίτευξη αυτών των στόχων, μαζί βέβαια με τη προσήλωση στη ποιότητα και την βελτιστοποίηση της  σχέσης τιμής / ποιότητας - το γνωστό value for money.

 

Στοχοθέτηση για το 2010

Στην προσπάθεια να  θέσουμε στόχο αφίξεων για το 2010, ας εξετάσουμε πρώτα διάφορες προσεγγίσεις που είχαν γίνει μέχρι την εκπόνηση της μελέτης "Ελληνικός Τουρισμός 2010: Στρατηγική και Στόχοι".

 

Από πλευράς διεθνών οργανισμών:  το WTTC (2001) προέβλεψε ρυθμό ανάπτυξης 2,3%, τον οποίο αναθεώρησε σε 4,7% (2002).  Ο WTO  προβλέπει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης  2% . Αυτό σημαίνει ότι για το 2010 προσδοκούμε από 15,2 έως 19,7 εκ αφίξεις. 

 

Αν όμως, για το ίδιο πάντα  διάστημα 2000-2010, υποθέσουμε ετήσιο ρυθμό αύξησης των αφίξεων 3,5% (όσο δηλαδή είχαμε και την τελευταία δεκαετία), τότε το 2010 θα έχουμε 17,6 εκ τουρίστες.  Το ΙΤΕΠ στη μελέτη του για τις επιπτώσεις των Ολυμπιακών Αγώνων 2004  στον ελληνικό τουρισμο, συμπεραίνει ότι: “τα σενάρια που αφορούνε την αναμενόμενη αύξηση στις αφίζεις αλλοδαπών τουριστών προσδιορίζουν ένα εύρος εκτιμήσεων που στην καλύτερη περίπτωση θα είναι γύρω στις 500 χιλ. επιπρόσθετες αφίξεις κάθε χρόνο από το 1998 εώς το 2011”.  Αυτό σημαίνει περίπου 17,5 εκατ.  αφίξεις το 2010.

 

Το ΙΟΒΕ  ακολουθώντας διαφορετική προσέγγιση υπολογίζει μεταξύ2003-2009 αύξησης αφίξεων 6,7%. Σε αυτή την περίπτωση και αν δεχθούμε για τα έτη 2001 και 2002 σταθερό ρυθμό ανάπτυξης 3,5%, τότε στο 2010 αντιστοιχούν περισσότερες από 21 εκατ. αφίξεις. 

 

Ένα συντηρητικά αισιόδοξο σενάριο επιτρέπει την υπόθεση / στοχοθέτηση  για ρυθμό ανάπτυξης 4,5 %, προεξοφλώντας την επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 και ελπίζοντας σε μια ελάχιστη επενδυτική δραστηριότητα. Αν δεχόμαστε δε, την στρατηγική επιλογή για ποιοτική βελτίωση του εισερχόμενου τουρισμού, τότε θα πρέπει ο ρυθμός αύξησης των εσόδων να είναι κατά τι μεγαλύτερος αυτού των αφίξεων , ας στοχεύσουμε λοιπόν στο 5%.

 

Έτσι, οι στόχοι  για το 2010 διαμορφώνονται στις 19,4 εκ  αφίξεις και 15 εκ USD έσοδα.

 

Τελειώνοντας προτείνω να κάνουμε ένα έλεγχο  του στόχου αφίξεων, εξετάζοντας τα μερίδια αγοράς της Ελλάδας στην Ευρώπη και παγκόσμια:

 

Στοχεύουμε λοιπόν στο 2% της παγκόσμιας αγοράς (από 1,87% το 1990) και στο 3,9% της ευρωπαϊκής (από 3% το 1990), στόχοι απόλυτα ρεαλιστικοί για έναν κλάδο, ο οποίος είναι ο δυναμικότερος και ανταγωνιστικότερος της ελληνικής οικονομίας σε διεθνές επίπεδο.

 

Με ολοένα και εντονότερη την τάση για ολιγοήμερες διακοπές  και με δεδομένο το μειονέκτημα της χρονοαπόστασης της χώρας μας από τις κύριες χώρες πηγές τουριστών, θεωρούμε ρεαλιστικό στόχο (για τους αλλοδαπούς τουρίστες πάντα) τις 10 ημέρες .

 

Στο συλλογισμό για στοχοθέτηση της εποχικότητας των αφίξεων, θεωρούμε ότι η οποιαδήποτε επιδιωκόμενη άμβλυνση της εποχικότητας διατηρεί τα υψηλά ποσοστά πληρότητας  της υψηλής περιόδου και στοχεύει στη βελτίωση των άλλων περιόδων.

 

Στο διάστημα Ιούλιος - Σεπτέμβριος πραγματοποιείται στην Ελλάδα το 51% περίπου των ετήσιων αφίξεων. 

 

Παρατηρώντας τα μοντέλα εποχικότητας των ανταγωνιστών, που αν μη τι άλλο δείχνουν ότι και στις εκτός αιχμής περιόδους υπάρχει ικανή ζήτηση, μπορούμε να κρατήσουμε σταθερό τον απόλυτο αριθμό αφίξεων της περιόδου Ιουλίου-Σεπτεμβρίου και να στοχεύσουμε σε ποσοστά του συνόλου, ανάλογα με των ανταγωνιστών μας – για τις υπόλοιπες περιόδους. 

 

Ελλάδα, ποσοστό αφίξεων  περιόδου Ιουλίου-Σεπτεμβρίου : 51%, Ιανουάριος - Μάρτιος 5,8% (13% οι ανταγωνιστές μας), Απρίλιος - Ιούνιος 30% (27% οι ανταγωνιστές μας),  Οκτώβριος -           Δεκέμβριος 12,6%(20% οι ανταγωνιστές μας),.

 

Αυτό σημαίνει ότι το μοντέλο της εποχικότητας για την Ελλάδα πρέπει να γίνει ως εξής:

Ιανουάριος - Μάρτιος : 13%,      Απρίλιος - Ιούνιος: 27%, Ιούλιος - Σεπτέμβριος: 40%, και            Οκτώβριος - Δεκέμβριος: 20%

 

Η  έντονη εποχικότητα του τουρισμού μας, που οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην υστέρηση της χώρας μας σε ειδικές τουριστικές υποδομές, δείχνει τις μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης που έχουμε, υπό την προϋπόθεση ότι θα προχωρήσουμε στις αναγκαίες επενδύσεις και θα βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα μας.

 

Το σύνολο των αναγκαίων για τον ελληνικό τουρισμό επενδύσεων εκτείνεται από τις γενικές / ειδικές υποδομές και  τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων μέχρι τις νέες τεχνολογίες και την εκπαίδευση. Για τις ανάγκες αυτής της εργασίας όμως, περιοριζόμαστε στις αναγκαίες επενδύσεις σε ξενοδοχειακές κλίνες και σε ειδική τουριστική υποδομή.

 

Εχουμε λοιπόν στόχο  για το 2010 τις  19,4  εκ αφίξεις με ζητούμενο το μοντέλο εποχικότητας που προανέφερα.  Για την περίοδο αιχμής (Ιούλιο – Σεπτέμβριο) η μελέτη του ΣΕΤΕ καταλήγει στην ακόλουθη ποσοστιαία κατανομή ανα μήνα: Ιούλιος:  από 18% σε 14%,      Αύγουστος: από 19% σε 15%,  Σεπτέμβριος: από 14% σε 11%.  Έτσι ο Αύγουστος που αποτελεί και τον μήνα με το μεγαλύτερο ποσοστό αφίξεων, υπολογίζουμε:

19.412.118   ετήσιες αφίξεις Χ 15% (το ποσοστό του Αυγούστου) = 2.911.818  αφίξεις .

2.911.818 αφίξεις Χ 6 μέρες μέση διάρκεια παραμονής σε ξενοδοχεία =17.470.000 διανυκτερεύσεις.

Προσθέτοντας τις διανυκτερεύσεις των ημεδαπών (τις οποίες θεωρούμε σταθερές στα επίπεδα του 2000, δηλαδή 2.660.000, συντηρητική προσέγγιση, ), έχουμε για τον  Αύγουστο 2010, σύνολο διανυκτερεύσεων: 20.130.908

  Η πληρότητα τον Αύγουστο είναι 90%, και με αναγωγή στο 100% βγαίνει ότι  ο μέγιστος αριθμός  διανυκτερεύσεων που μπορούν να πραγματοποιηθούν τον Αύγουστο 2010 θα είναι 22.367.675. Αυτό διαιρούμενο δια 31 δίνει τον απαιτούμενο αριθμό κλινών, δηλ  721.537  κλίνες.  Αυτός είναι ο Στόχος που έθεσε ο ΣΕΤΕ για το 2010 και συνεπάγεται περίπου 128000 νέες κλίνες έως το 2010.

 

Για το θέμα των Ειδικών Υποδομών, κάνοντας αναγωγή ανά εκατομμύριο αφίξεων και αναλογικά με  τους ανταγωνιστικούς προορισμούς, η Ελλάδα έπρεπε να έχει σήμερα:

Γήπεδα Γκολφ : 46, Συνεδριακά κέντρα: 15, Κέντρα θαλασσοθεραπείας: 24, Μαρίνες: 42

 

Πέρα από τις ειδικές υποδομές στις οποίες αναφέρθηκα, θα πρέπει να προσθέσω και την αναπτυξιακή διάσταση του Τουρισμού στην Απασχόληση και την περιφερειακή ανάπτυξη.  Οι 128.000 νέες κλίνες που στοχεύουμε έως το 2010 θα πρέπει να βελτιώσουν το ποιοτικό κέντρο βάρους της Ελληνικής Ξενοδοχίας, βελτιώνοντας παράλληλα και την ανταγωνιστικότητα του Ελληνικού Τουριστικού Προϊόντος.

 

Σε πρόσφατη μελέτη του ΣΕΤΕ, που πρόκειται να εκδοθεί σύντομα διαπιστώνουμε ότι εάν η κατανομή των νέων κλινών που θα δημιουργηθούν γίνει με κατεύθυνση τις υψηλές κατηγορίες ξενοδοχείων συνεπάγεται αύξηση των απασχολουμένων στον τουρισμό, μεγαλύτερη από εκείνη που θα υπήρχε διατηρώντας την κατανομή των κλινών που παρέχονται στα Ελληνικά καταλύματα και διαμορφώνουν το τουριστικό προϊόν μας.  Ακόμη ο προσανατολισμός της αναπτυξιακής πορείας του Ελληνικού Τουρισμού θα πρέπει να κατευθυνθεί στην προσέγγιση αποδοτικότερου μίγματος αγοράς.  Οι υποδομές σε ειδικές μορφές τουρισμού συνεπάγονται ειδικές αγορές όπως ο συνεδριακός, το γκολφ, η θαλασοθεραπεία και άλλες που έχουν υψηλότερη κατα κεφαλή δαπάνη από το κλασσικό πρότυπο.

 

Οι στόχοι που έθεσε ο ΣΕΤΕ είναι φιλόδοξοι ακόμα και σε επίπεδο δεκαετίας. Όμως τίποτε δεν είναι ακατόρθωτο.  Για να πραγματοποιηθούν βέβαια οι επενδύσεις αυτές καθώς και οι απαραίτητες για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του συνόλου της τουριστικής προσφοράς μας, χρειάζεται ένα ξεκάθαρο, σταθερό και ελκυστικό θεσμικό επενδυτικό πλαίσιο, προσαρμοσμένο στις συνθήκες της αγοράς. Αυτό το πλαίσιο οφείλει να δώσει ο υπό διαμόρφωση νέος αναπτυξιακός νόμος.

 

Θέλω να κλείσω την εισήγηση μου με την φράση που ανέφερα και στην αρχή ότι: "Ο ιδιωτικός τομέας έχει την ευθύνη της επιχειρηματικής δράσης, που θα υλοποιήσει την τουριστική πολιτική, επενδύοντας και μεγιστοποιώντας τα οφέλη για την Εθνική Οικονομία".  Ο ρόλος της Πολιτείας είναι να σχεδιάζει, να θέτει κανόνες, να ελέγχει και να συνεργάζεται με τον Ιδιωτικό Τομέα ακούγοντας την πολύτιμη επιχειρηματική άποψη.

 


Βιβλιογραφία / Πηγές

 

Andersen (2002), Συμβουλευτική μελέτη αναφορικά με την διαμόρφωση προτάσεων για στρατηγική ανάπτυξης του Ελληνικού Τουρισμού. Andersen

Federation Espanola de Hoteles (2000), El Sector Hotelero en Espana. FEH

Instituto Nacional de Estadistica-Spain (2002), Boletin Mensual de Estadistica, http://www.ine.es/inebase/cgi/um

Instituto Nacional de Estadistica-Spain (2002), Espana en Cifras, http://www.ine.es/espcif/espcifes/espcif01.htm

Instituto Nacional de Estatistica Portugal (2002),  Infoline Statistical Data,. http://www.ine.pt/temas.asp?ver=por&temas=H

Loufir R., Παπαναστασίου Μ. (1999), Στρατηγικός Σχεδιασμός για τον Τουρισμό στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας και στην Ελλάδα εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, IOBE

Turkish Tourism Investors Association (2000), Selected Data on Turkish Tourism.  TYD

World Tourism Organisation (2000), Tourism Vision 2020 - Vol: 1 - 6. WTO

World Tourism Organisation (2001), Compendium of Tourism Statistics - 2001 Edition.  WTO

World Travel & Tourism Council (2001), TSA Research Year 2001. WTTC

Δρακόπουλος Γ. , Ικκος Α., (2003), Προσανατολισμός της Αναπτυξιακής Πορείας του Ελληνικού Τουρισμού, Εισήγηση σε συνέδριο ΣΕΤΕ, 2003

Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (2002), Μηνιαία Στατιστικά Δελτία, ΕΣΥΕ

Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (2002), Πίνακες στατιστικών στοιχείων. http://www.gnto.gr/2/01/gb10001.html, ΕΟΤ

Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (2002), Υποσύστημα Στατιστικής Ανάλυσης.  Διεύθυνση Μελετών & Επενδύσεων, ΕΟΤ

Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού (2002), Πίνακες Στατιστικών Στοιχείων. ΚΟΤ

Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος (2002), Στατιστική - Ξενοδοχειακό Δυναμικό. ΞΕΕ

Πανεπιστήμιο Αιγαίου (2002), Τουρισμός & Απασχόληση, ΣΕΤΕ, (υπο έκδοση)

Παπανίκος Γ. (1999), Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 και οι επιπτώσεις στον Ελληνικό Τουρισμό. ΙΤΕΠ

ΣΕΤΕ (2002), Ελληνικός Τουρισμός 2010: Στρατηγική & Στόχοι, ΣΕΤΕ, 2002

Τράπεζα της Ελλάδος (2002), Στατιστικά δελτίa., ΤτΕ