ΘΕΜΑ :  ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΟΡΕΙΝΩΝ ΟΓΚΩΝ

1.  ΑΓΓΙΣΤΡΟΥ – ΟΡΒΗΛΟΥ – ΒΡΟΝΤΟΥΣ( ΛΑΪΛΙΑ ) –ΜΕΝΟΙΚΙΟΥ

2. ΠΑΓΓΑΙΟΥ

Υφιστάμενη κατάσταση – Αναπτυξιακές δυνατότητες περιοχής

Εισηγητής :   Γοργίας Ευθύμης  Αρχιτέκτων  Μηχανικός

 

1. ΟΡΕΙΝΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΑΓΓΙΣΤΡΟΥ – ΟΡΒΗΛΟΥ – ΒΡΟΝΤΟΥΣ ( ΛΑΪΛΙΑ ) – ΜΕΝΟΙΚΙΟΥ

 

Α. ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Η περιοχή που θα αναπτύξω εκτείνεται σε έκταση 1.000.000 στρεμμάτων και περιλαμβάνει το βόρειο ορεινό και ημιορεινό τόξο του νομού Σερρών όπου αναπτύσσονται οι κτηματικές περιοχές των τριών Δήμων : Σερρών, Σιδηροκάστρου, Εμμ. Παπά και των κοινοτήτων : Αγγίστρου, Προμαχώνα, Αχλαδοχωρίου, Ορεινής και Βροντούς.

 

Τα τελευταία 30 χρόνια η πληθυσμιακή εξέλιξη της περιοχής παρουσίασε πτώση της τάξης του 12% ποσοστό μεγαλύτερο από τα αντίστοιχα σε επίπεδο νομού και χώρας. Σε ότι αφορά τον σημερινό πληθυσμό της περιοχής αυξήθηκε κατά 5,3% περίπου σε σχέση με το 1991 χωρίς όμως να παρουσιάσουν αύξηση πληθυσμού όλοι οι δήμοι της περιοχής.

 

Η πυκνότητα του πληθυσμού στην περιοχή είναι 24,6 άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο και εμφανίζεται σημαντικά χαμηλότερη από αυτή του νομού, η οποία ανέρχεται στα 48,6 άτομα.

Σε ότι αφορά την ηλιακή σύνθεση, ο δείκτης εξάρτησης στο συγκρότημα των ορεινών όγκων σε 51,0% και δεν διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με το νομό ενώ ο δείκτης γήρανσης είναι 94 και βρίσκεται σε πιο μειονεκτική θέση από τον νομό.

 

Επίσης στις βαθμίδες εκπαίδευσης μετά το γυμνάσιο τα ποσοστά της περιοχής παρουσιάζονται μικρότερα από αυτά του νομού. Σημαντική είναι η παροχή δυνατοτήτων επαγγελματικής και γεωργικής εκπαίδευσης και κατάρτισης εντός της περιοχής.

 

Σε ότι αφορά στα οικονομικά στοιχεία, το Α.Ε.Π. της γεωργίας – κτηνοτροφίας παραμένει σταθερό σε σχέση με το αντίστοιχο του νομού. Τόσο η συμμετοχή του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα στη διαμόρφωση του Α.Ε.Π. της περιοχής όσο και το συνολικό Α.Ε.Π. / κεφαλής αυτής, βρίσκονται σταθερά σε σχέση με τα αντίστοιχα του νομού.

 

Το 40,4% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού απασχολείται στον πρωτογενή τομέα, το 13,5% στον δευτερογενή και το 46,2% περίπου στον τριτογενή.

Όσον αφορά στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, η περιοχή εμφανίζει ποσοστό 44,6% ενώ το ποσοστό απασχόλησης ανέρχεται σε 98,4% ( στοιχεία 1991 ), ποσοστό υψηλότερο από αυτό του νομού.

Ο τριτογενής αποτελεί τη βάση της οικονομίας. Το μέσο μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων είναι 59,4 στρμ. Και είναι σχεδόν από το αντίστοιχο του νομού.

 

Ο πολυτεμαχισμός της γης των εκμεταλλεύσεων αποτελεί το κατ’ εξοχή διαρθρωτικό πρόβλημα καθώς η μέση εκμετάλλευση αποτελείται από 11,4 κατά μέσο όρο αγροτεμάχια, με μέγεθος που δεν ξεπερνά τα 5,1 στρέμματα ανά τεμάχιο.

 

Στο σύνολο της περιοχής το ποσοστό αρδευόμενων εκτάσεων ανέρχεται μόλις στο 19,46% της συνολικής έκτασης, ποσοστό πολύ μικρότερο από αυτό που αρδεύεται στο σύνολο του νομού ( 54% ).

 

Οι κύριοι κλάδοι της κτηνοτροφίας είναι η αιγοτροφία και η προβατοτροφία και λιγότερο η βοοτροφία.

 

Η δασοπονία εμφανίζει σημαντική συμμετοχή στη διαμόρφωση του εισοδήματος από τον πρωτογενή τομέα, μόνο όμως μέσα από τις υλοτομικές εργασίες. Αυτό οφείλεται στον μετασχηματισμό, τα τελευταία χρόνια, της δασικής υπηρεσίας από τον κύριο κοινωνικό ρόλο του « αδύνατου επιχειρηματία », με αποτέλεσμα την απομόνωση και κατάργηση ενός μεγάλου φάσματος λειτουργικότητας της.

 

Σε ότι αφορά την απασχόληση στον πρωτογενή τομέα, στις εκεταλλεύσεις κατά μ.ο. αναλογούν 2 περίπου εργαζόμενοι, αριθμός που συμβαδίζει με τον αντίστοιχο του Νομού.

 

Οι επενδύσεις που έγιναν στον πρωτογενή τομέα ήταν συγκριτικά λίγες. Ειδικότερα, ο αριθμός σχεδίων βελτίωσης και νέων γεωργών ήταν μικρός ( 11,9% ) σε σχέση με το σύνολο του νομού. Στον τομέα της μεταποίησης των γεωργικών προϊόντων δεν έγινε καμία επένδυση. Η δάσωση γεωργικών γαιών ήταν ανεκτή. Οι μετεγκαταστάσεις πτηνο – τροφικών μονάδων ήταν πολύ λίγες και στην περιοχή χρηματοδοτήθηκαν 9 αρδευτικά έργα.

 

Σε ότι αφορά στον δευτερογενή τομέα, η μεταποιητική δραστηριότητα εμφανίζεται ικανοποιητική καθώς έχουν καταγραφεί 50 μονάδες. Από το 1994 μέχρι το 1999 έγιναν πέντε επενδύσεις οι οποίες δημιούργησαν 36 νέες θέσεις εργασίας και είχαν προϋπολογισμό 1.200.000 Ευρώ.

 

Ο τριτογενής τομέας επίσης εμφανίζεται ιδιαίτερα με σημαντική διακύμανση μεταξύ των οικισμών. Στην περιοχή έχουν καταγραφεί 799 καταστήματα επαγγελματιών και παροχής υπηρεσιών. Σε ότι αφορά τον κλάδο του εμπορίου κυριαρχεί το λιανικό εμπόριο. Στον τομέα των υπηρεσιών όλες οι υπηρεσίες είναι συγκεντρωμένες στα τρία κτίρια της περιοχής, Σιδηρόκαστρο, Εμμ. Παπά και Προμαχώνα. Η τουριστική υποδομή χαρακτηρίζεται ανοργάνωτη. Οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν συνολικά στον τριτογενή τομέα την πενταετία 1994 – 1999 ήταν ελάχιστες ( 9 ).

 

Οι σημαντικότεροι πόροι της περιοχής είναι το φυσικό περιβάλλον του ορεινού σχηματισμού, τα ιστορικά στοιχεία, οι παραδοσιακοί οικισμοί, το διεθνές μονοπάτι Ε4/6, οι θρησκευτικές πηγές Ι.Μ.Τ. Προδρόμου, ο χειμερινός τουρισμός, οι ιαματικές πηγές και η σπάνια χλωρίδα και πανίδα της. Στην περιοχή υπάρχουν σημαντικοί ορυκτοί πόροι, υφίστανται 5 καταφύγια θηραμάτων, μια ελεγχόμενη κυνηγετική περιοχή και οι κορυφές του συγκροτήματος έχουν προταθεί για ένταξη στο πρόγραμμα ‘’ Δίκτυο Φύσης 2000 ‘’ ( Natura 2000 ) ως Τόποι Κοινοτικού Ενδιαφέροντος ( ΤΚΕ ) και ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης ( ΕΖΔ ).

 

Σε ότι αφορά στο οικιστικό δίκτυο στην περιοχή υπάρχουν τριάντα δύο οικισμοί, οι περισσότεροι από τους οποίους προϋφίστανται του 1923. Η οικοδομική δραστηριότητα στους οικισμούς, σε σχέση με το σύνολο του Νομού, είναι μικρή και επικεντρώνεται στις παρυφές του ορεινού όγκου και στην περιοχή ΕπταμύλωνΟινούσας και Ν. Σουλίου.

Από τους τριάντα δύο οικισμούς, οι 11 έχουν ρυμοτομικό σχέδιο του Υπ. Γεωργίας, οι 3 έχουν του ΥΠΕΧΩΔΕ και 19 δεν έχουν εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο. Τρεις από τους οικισμούς δεν οριοθετήθηκαν και γι’ αυτούς ισχύουν οι όροι δόμησης του Π.Δ. του 1981.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό στην οικιστική διάρθρωση της περιοχής είναι η ύπαρξη ανατολικά κάτω από το Μενοίκιο όρος, οικισμών που έχουν χαρακτηρισθεί σαν παραδοσιακοί με κοινά αισθητικά και μορφολογικά στοιχεία που προσδιορίζουν την οικιστική ταυτότητα τους, τα Νταρνακοχώρια.

 

Από άποψη πολιτιστικών στοιχείων ο ορεινός δασικός όγκος αλλά και τα υδάτινα οικοσυστήματα της ευρύτερης περιοχής προσφέρουν σημαντικά αξιοθέατα, τόσο φυσικού κάλλους αλλά και αρχαιολογικά – ιστορικά και λαογραφικά – πολιτισμικά. Έχουν κηρυχθεί 17 περιοχές ως αρχαιολογικοί χώροι και έχουν εντοπιστεί 19 αρχαιολογικοί χώροι και έχουν κηρυχθεί 18 ιστορικά – θρησκευτικά μνημεία στην περιοχή.

 

Σε ότι αφορά στις τεχνικές υποδομές έχουμε περιορισμένο οδικό δίκτυο το οποίο δεν έχει ομοιογενή χαρακτηριστικά και έχει σημαντικές ελλείψεις σε σήμανση. Σημαντικά Δ.Δ. και Κοινότητες παραμένουν ουσιαστικά απομονωμένα ιδίως τους χειμερινούς μήνες, χωρίς τη δυνατότητα εναλλακτικής διεξόδου.

 

Το δασικό οδικό δίκτυο είναι αρκετά ανεπτυγμένο σε έκταση και κατασκευάστηκε με συγκεκριμένο σχεδιασμό.

 

Κοινοτικά δίκτυα ύδρευσης υπάρχουν σε όλους τους οικισμούς και εξυπηρετούν όλες τις κατοικίες. Τα προβλήματα που παρουσιάζονται στους περισσότερους οικισμούς οφείλονται κυρίως στην παλαιότητα.

 

Η αποχέτευση γίνεται με βόθρους ή με δίκτυο. Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει πουθενά βιολογικός καθαρισμός ο οποίος να λειτουργεί καθώς επίσης ούτε ΧΥΤΑ ( Χώροι Υγειονομικής Ταφής ). Μικρός αριθμός οικισμών προγραμματίζει άμεσα τη διαδικασία λειτουργίας βιολογικού καθαρισμού.

 

Η ενεργειακή υποδομή και τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών είναι σε ικανοποιητική κατάσταση τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, ενώ σημαντικό είναι το γεγονός της ύπαρξης τριών μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών και της μελλοντικής κατασκευής του αιολικού πάρκου στην περιοχή του δήμου Σιδηροκάστρου.

 

Σε ότι αφορά στις κοινωνικές υποδομές, στην εκπαίδευση έχει μειωθεί ο αριθμός μαθητών και επομένως και ο αριθμός σχολείων. Στην περιοχή λειτουργούν συνολικά 10 παιδικοί σταθμοί, 36 νηπιαγωγεία, 6 γυμνάσια, 2 γενικά λύκεια και 1 ΤΕΕ.

 

Στην υγεία και πρόνοια, οι ανάγκες της δευτεροβάθμιας περίθαλψης εξυπηρετούνται κυρίως από το Νοσοκομείο Σερρών. Στην περιοχή υπάρχει το Κέντρο Υγείας Σιδηροκάστρου και Αγροτικά Ιατρεία λειτουργούν σχεδόν σε όλους τους οικισμούς, στεγάζονται όμως σε ακατάλληλα κτίρια και οικήματα.

 

Υποδομές άθλησης ( 19 γήπεδα ποδοσφαίρου ) υπάρχουν επίσης σε όλους σχεδόν τους οικισμούς ενώ στο Σιδηρόκαστρο υπάρχει και κλειστό γυμναστήριο.

 

Τέλος σε ότι αφορά τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει από το Β’ ΚΠΣ, αυτές ήταν πολύ λίγες σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της περιοχής. Αντίθετα σε ότι αφορά έργα που έχουν προγραμματιστεί για την περιοχή ( πρόγραμμα Ν.Α. Σερρών, Ειδικό Πρόγραμμα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης 1999 – 2004 ) διαπιστώνεται ικανοποιητική συμμετοχή της περιοχής

Β.  ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

Συνοψίζοντας την υφιστάμενη κατάσταση και στο πλαίσιο της ανάλυσης των Μειονεκτημάτων – Πλεονεκτημάτων και Ευκαιριών – Απειλών αναδεικνύονται οι ακόλουθες δυνατότητες ανάπτυξης της περιοχής :

 

Η δημογραφική σταθεροποίηση. Η ιδέα της « επανάκτησης » της υπαίθρου φαίνεται να έχει σοβαρές πιθανότητες εφαρμογής για την περιοχή.

 

Η ύπαρξη σημαντικών οδικών αξόνων, οι οποίοι προφέρουν εύκολη πρόσβαση στα γειτονικά αστικά κέντρα ( Δράμα, Σέρρες, Καβάλα, Θεσσαλονίκη ), και οι οποίοι θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε πόλους ανάπτυξης με την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών κινήτρων.

 

Η οικονομική διάρθρωση της περιοχής, αν και ασθενής, μπορεί να δεχθεί πιλοτικές αναδιαρθρώσεις, στη κατεύθυνση της αξιοποίησης της μεγάλης ποικιλίας τοπικών πρώτων υλών και ενδογενών φυσικών πόρων, αλλά και στην καλύτερη αξιοποίηση και αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού.

 

Ειδικότερα, ως προς τον πρωτογενή τομέα, δεδομένου ότι βασίζεται σε μάλλον επισφαλείς κλάδους αναμένεται περαιτέρω μείωση της συμμετοχής του στο τοπικό ΑΕΠ. Οι προγραμματικές παρεμβάσεις θα πρέπει να συντείνουν στην ενθάρρυνση σειράς ήπιων αναδιαρθρώσεων ( βελτίωση βασικών υποδομών, εισαγωγή νέων παραγωγικών κλάδων, καθώς και στην ενθάρρυνση μίας ομαλής μετάβασης προς τους άλλους τομείς της οικονομίας.

 

Διαφαίνεται επίσης επενδυτικό ενδιαφέρον στον τομέα των κατασκευών, της βιοτεχνίας αξιοποίησης τοπικών πρώτων υλών και του εμπορίου, δεδομένο που μπορεί να συνδυαστεί με επενδυτικά κίνητρα, καθώς και με την ενίσχυση της οργάνωσης του τομέα.

 

Η πολιτισμική παράδοση τέλος, σε συνδυασμό με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των μεγάλων από τους οικισμούς και την ύπαρξη πλούσιων φυσικών και περιβαλλοντικών πόρων στο ορεινό τμήμα της περιοχής, μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό στοιχείο ανάδειξης της με την κατάλληλη αξιοποίηση, τη δημιουργία ενός τριπλού κέντρου τοπικής ανάπτυξης, με βάση τους οικισμούς Σιδηροκάστρου, Σερρών και Εμμ. Παπά, παράλληλα με την κάλυψη των βασικών αναγκών σε υποδομές και των λοιπών οικισμών της περιοχής.

 

Ο χειμερινός τουρισμός, παράλληλα με τις άλλες μορφές του, είναι δυνατό να αποτελέσουν σημαντικές δραστηριότητες για είδη και προσφορές εργασίας εξειδικευμένες που έχουν ήδη εμφανιστεί στην περιοχή και λειτουργούν με επιτυχία.

 

2.   ΟΡΕΙΝΟΣ  ΟΓΚΟΣ  ΠΑΓΓΑΙΟΥ

 

Α. Υπάρχουσα κατάσταση

Η δεύτερη περιοχή που θα αναπτύξω εκτείνεται σε τέσσερις δήμους: Πρώτης, Ροδολίβους, Κορμίστας και Αμφίπολης και περιλαμβάνει δεκατρία δημοτικά διαμερίσματα από τα οποία τα 12 είναι μειονεκτικά και το 1 ορεινό. Η γεωργική γη καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό των εκτάσεων της περιοχής ( 47% ) και οι δασικές εκτάσεις μαζί με τα βοσκοτόπια καταλαμβάνουν ποσοστό 48%.

 

Τα τελευταία 40 χρόνια η πληθυσμιακή εξέλιξη της περιοχής παρουσίασε πτώση της τάξης του 37%, ποσοστό μεγαλύτερο από τα αντίστοιχα σε επίπεδο νομού και χώρας. Σε ότι αφορά τον σημερινό πληθυσμό αυξήθηκε κατά 3% περίπου σε σχέση με το 1991 χωρίς όμως να παρουσιάσουν αύξηση πληθυσμού όλοι οι δήμοι της περιοχή. Όσον αφορά στην κατά φύλο σύνθεση διαπιστώνεται ότι υπάρχει μία αριθμητική υπεροχή των γυναικών.

 

 Η πυκνότητα του πληθυσμού είναι 33,6 άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο και εμφανίζεται σημαντικά χαμηλότερη από αυτή του νομού, η οποία ανέρχεται στα 48,6 άτομα. Σε ότι αφορά την ηλικιακή σύνθεση, ο δείκτης εξάρτησης ανέρχεται σε 49% και δεν διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με το νομό ενώ ο δείκτης γήρανσης είναι 139 και βρίσκεται σε πολύ πιο μειονεκτική θέση από τον νομό. Η περιοχή δεν έχει πληγεί ιδιαίτερα από το φαινόμενο της μετανάστευσης, εξάλλου οι νέοι κάτοικοι είναι περισσότεροι από αυτούς οι οποίοι φύγανε.

 

Όσον αφορά στην κατάσταση των ανέσεων των κατοικιών η περιοχή παρουσιάζει μία μικρή υστέρηση σε σχέση με τον νομό ( στοιχεία 1991 ).

Επίσης στις βαθμίδες εκπαίδευσης μετά το γυμνάσιο τα ποσοστά παρουσιάζονται μικρότερα από αυτά του νομού. Σημαντική είναι η έλλειψη παροχής δυνατοτήτων επαγγελματικής και γεωργικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.

 

Σε ότι αφορά στα οικονομικά στοιχεία, το Α.Ε.Π. της γεωργίας – κτηνοτροφίας αποτελεί το 5,6% του αντίστοιχου του νομού. Τόσο η συμμετοχή του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα στη διαμόρφωση του Α.Ε.Π. της περιοχής όσο και το Α.Ε.Π / κεφαλής αυτής, βρίσκεται χαμηλότερα απ’ αυτό του νομού. Το 54% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού απασχολείται στον πρωτογενή τομέα, το 15% στον δευτερογενή και το 25% περίπου στον τριτογενή, ποσοστά έντονα διαφοροποιημένα από τα αντίστοιχα των νομών. Όσον αφορά στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, η περιοχή εμφανίζει ποσοστά 48% ενώ το ποσοστό απασχόλησης ανέρχεται σε 95% (στοιχεία 1991), ποσοστό υψηλότερο από αυτό του νομού.

 

Ο πρωτογενής τομέας αποτελεί τη βάση της οικονομίας.:

 

Οι κυριότερες καλλιέργειες που απαντώνται είναι οι αροτραίες και ειδικότερα το σκληρό σιτάρι και με σημαντική διαφορά το βαμβάκι. Το μέσο μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων είναι 90 στρμ. και είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο του νομού. Ο πολυτεμαχισμός της γης των εκμεταλλεύσεων αποτελεί το κατ’ εξοχή διαρθρωτικό πρόβλημα καθώς η μέση εκμετάλλευση αποτελείται από 17 κατά μέσο όρο αγροτεμάχια, με μέγεθος που δεν ξεπερνά τα 5,2 στρέμματα ανά τεμάχιο. Στο σύνολο της περιοχής το ποσοστό αρδευόμενων εκτάσεων ανέρχεται μόλις στο 15% της συνολικής έκτασης, ποσοστό πολύ μικρότερο από αυτό που αρδεύεται στο σύνολο του νομού (54%). Όσον αφορά στην εμπορία των γεωργικών προϊόντων αυτά διοχετεύονται κυρίως στους εμπόρους. Ως τοπικά γεωργικά προϊόντα μπορούν να χαρακτηριστούν τα αμύγδαλα, το κατσικίσιο τυρί, τα ντόπια λουκάνικα, τα φασόλια και ρεβίθια στην Παλαιοκώμη και ο Παγγαιορίτης Τοπικός Οίνος. Τελευταία άρχισαν να παράγονται βιολογικά προϊόντα όπως ελιές, αμύγδαλα, σιτάρι κ.α.

 

Οι κύριοι κλάδοι της κτηνοτροφίας είναι η αιγοτροφία και η προβατοτροφία και λιγότερο η βοοτροφία. Η πτηνοτροφία (κρεοπαραγωγής), που αποτελούσε αξιοσημείωτο κλάδο στην περιοχή, σήμερα φθίνει. Όσον αφορά στην εμπορία των ζωικών προϊόντων αυτά διοχετεύονται κυρίως στους εμπόρους (60%), αλλά και στην τοπική αγορά (40%)

 

Η δασοπονία εμφανίζει περιορισμένη συμμετοχή στη διαμόρφωση του εισοδήματος από τον πρωτογενή τομέα και το σημαντικότερο προϊόν της είναι η βοσκίσιμη ύλη.

 

Σε ότι αφορά την απασχόληση στον πρωτογενή τομέα, στις εκμεταλλεύσεις κατά μ.ο. αναλογούν 2 περίπου εργαζόμενοι, αριθμός που συμβαδίζει με τον αντίστοιχο του νομού. Οι κατά αποκλειστικό και κύριο επάγγελμα απασχολούμενοι στον πρωτογενή τομέα είναι 91,5% ποσοστό υψηλότερο με αυτό του νομού. Στην περιοχή συνολικά δραστηριοποιούνται δύο Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών ( Σερρών και Δράμας ) και 15 πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί, οι περισσότεροι των οποίων όμως υστερούν σε δραστηριότητες παρέμβασης.

 

Οι επενδύσεις που έγιναν στον πρωτογενή τομέα ήταν συγκριτικά λίγες. Ειδικότερα, ο αριθμός σχεδίων βελτίωσης και νέων γεωργών ήταν μικρός (8%) σε σχέση με το σύνολο του νομού, στον τομέα της μεταποίησης των γεωργικών προϊόντων δεν έγινε καμία επένδυση, η δάσωση γεωργικών γαιών ήταν ικανοποιητική, οι μετεγκαταστάσεις πτηνο – κτηνοτροφικών μονάδων (7) ήταν πολύ λίγες και στην περιοχή χρηματοδοτήθηκαν 3 αρδευτικά έργα.

 

Σε ότι αφορά στον δευτερογενή τομέα, η μεταποιητική δραστηριότητα είναι ιδιαίτερα ισχνή καθώς έχουν καταγραφεί μόνο 82 μονάδες. Από το 1994 μέχρι το 1999 έγινε μία μόνο επένδυση η οποία αφορούσε τον κλάδο της μεταποίησης.

 

Ο τριτογενής τομέας επίσης δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα ανεπτυγμένος. Στην περιοχή έχουν καταγραφεί 564 καταστήματα επαγγελματιών και παροχής υπηρεσιών. Σε ότι αφορά τον κλάδο του εμπορίου κυριαρχεί το λιανικό εμπόριο. Στον τομέα των υπηρεσιών όλες οι υπηρεσίες είναι συγκεντρωμένες στα δύο κέντρα της περιοχής, στην Πρώτη και στο Ροδολίβος. Η τουριστική υποδομή χαρακτηρίζεται στοιχειώδης. Οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν συνολικά στον τριτογενή τομέα την πενταετία 1994 – 1999 ήταν ελάχιστες (3).

 

Οι σημαντικότεροι φυσικοί πόροι της περιοχής είναι το υδάτινο δυναμικό και η αξιόλογη χλωρίδα και πανίδα των υγροτόπων και του δασικού οικοσυστήματος. Υπάρχουν δύο σημαντικοί υγρότοποι : ο ποταμός Στρυμόνας και ο ποταμός Αγγίτης. Το δάσος του Παγγαίου χαρακτηρίζεται ως μη υψηλής παραγωγικής απόδοσης και το έδαφος του είναι γενικά υποβαθμισμένο. Στην περιοχή υπάρχουν σημαντικοί ορυκτοί πόροι, η κήρυξη όμως ολόκληρου του Παγγαίου ως ιστορικού τόπου και τόπου ιδιαίτερου φυσικού κάλλους απέτρεψε την εκμετάλλευση τους. Στον ορεινό όγκο υφίστανται 5 καταφύγια θηραμάτων και οι κορυφές του Παγγαίου Όρους έχουν προταθεί για ένταξη στο πρόγραμμα ‘’ Δίκτυο Φύσης 2000 ‘’ ( Natura 2000) ως Τόπος Κοινοτικού Ενδιαφέροντος (ΤΚΕ) και ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ). Η επιβάρυνση της ποιότητας του περιβάλλοντος δεν είναι σημαντική και οφείλεται κυρίως στα απορρίμματα και τα λύματα των οικισμών και των πτηνοτροφικών μονάδων, στην αλόγιστη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων και στην υποβάθμιση του δασικού οικοσυστήματος, η οποία έχει περιοριστεί. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται ορισμένες προσπάθειες για την αξιοποίηση του περιβάλλοντος οι οποίες όμως καθώς είναι ιδιωτικές ως επί των πλείστων, είναι μεμονωμένες και αποσπασματικές.

 

Σε ότι αφορά στο οικιστικό δίκτυο στην περιοχή υπάρχουν δέκα έξι οικισμοί, οι περισσότεροι από τους οποίους προϋφίστανται του 1923. Η οικοδομική δραστηριότητα στους οικισμούς, σε σχέση με το σύνολο του Νομού, είναι πολύ μικρή έως ελάχιστη. Η περιοχή βρίσκεται στο κέντρο ενός συμπλέγματος σημαντικών πόλεων όπως οι Σέρρες, η Δράμα, η Καβάλα και η Θεσσαλονίκη και όχι πολύ μακριά από αυτές. Η σύνδεση με τα αστικά κέντρα Δράμας και Θεσσαλονίκης είναι ικανοποιητική ενώ η σύνδεση με τις Σέρρες είναι σχετικά υποβαθμισμένη.

 

Από άποψη πολιτιστικών στοιχείων ο ορεινός όγκος του Παγγαίου αλλά και τα υδάτινα οικοσυστήματα της ευρύτερης περιοχής προσφέρουν σημαντικά αξιοθέατα, τόσο φυσικού κάλλους αλλά και αρχαιολογικά – ιστορικά και λαογραφικά – πολιτισμικά. Πέντε από τους οικισμούς (Μ. Σούλι, Ροδολίβος, Πρώτη, Ηλιοκώμη και Κορμίστα) έχουν χαρακτηριστεί η Ηλιοκώμη και η Κορμίστα. Στην περιοχή υπάρχουν και λειτουργούν αρκετοί πολιτιστικοί σύλλογοι, η πολιτιστική παράδοση έχει να επιδείξει αξιοσημείωτη σειρά από εκδηλώσεις ενώ οι αρχαιολογικοί και θρησκευτικοί χώροι είναι άφθονοι ( ολόκληρο το Παγγαίο είναι κηρυγμένο αρχαιολογικός χώρος και ιστορικό τοπίο )

 

Σε ότι αφορά στις τεχνικές υποδομές η περιοχή έχει ικανοποιητικό οδικό δίκτυο το οποίο όμως δεν έχει ομοιογενή χαρακτηριστικά και έχει σημαντικές ελλείψεις σε σήμανση. Σε κάθε δ.δ. υπάρχουν αγροτικοί δρόμοι, λίγων χιλιομέτρων οι οποίοι δεν είναι ασφαλτοστρωμένοι. Όσον αφορά το δασικό οδικό δίκτυο είναι πολύ περιορισμένο σε έκταση και κατασκευάστηκε χωρίς συγκεκριμένο σχεδιασμό. Κοινοτικά δίκτυα ύδρευσης υπάρχουν σε όλους τους οικισμούς και εξυπηρετούν όλες τις κατοικίες. Τα προβλήματα που παρουσιάζονται στους περισσότερους οικισμούς οφείλονται κυρίως στην παλαιότητα . Η αποχέτευση γίνεται με βόθρους ή με δίκτυο. Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει πουθενά βιολογικός καθαρισμός ο οποίος να λειτουργεί καθώς επίσης ούτε ΧΥΤΑ (Χώροι Υγειονομικής Ταφής). Η ενεργειακή υποδομή και τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών είναι σε ικανοποιητική κατάσταση τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά.

 

Σε ότι αφορά στις κοινωνικές υποδομές, στην εκπαίδευση έχει μειωθεί ο αριθμός μαθητών και επομένως και ο αριθμός σχολείων ενώ απουσιάζουν εντελώς άλλες σχολές. Στην Υγεία και Πρόνοια, οι ανάγκες της δευτεροβάθμιας περίθαλψης εξυπηρετούνται κυρίως από τα νοσοκομεία Δράμας και Σερρών. Στην περιοχή υπάρχει το Κέντρο Υγείας Ροδολίβους και Αγροτικά Ιατρεία λειτουργούν σχεδόν σε όλους τους οικισμούς, στεγάζονται όμως  σε ακατάλληλα κτίρια και οικήματα. Υποδομές άθλησης (γήπεδα ποδοσφαίρου) υπάρχουν επίσης σε όλους σχεδόν τους οικισμούς ενώ στην Πρώτη υπάρχουν και γήπεδο τένις, γήπεδο χάντ – μπολ και κλειστό γυμναστήριο.

 

Τέλος σε ότι αφορά τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει από το Β’ ΚΠΣ, αυτές ήταν πολύ λίγες σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της περιοχής. Αντίθετα σε ότι αφορά έργα που έχουν προγραμματιστεί για την περιοχή ( Πρόγραμμα Ν.Α. Σερρών, Ειδικό Πρόγραμμα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης 1999 – 2004 ) διαπιστώνεται ικανοποιητική συμμετοχή της περιοχής.

 

Β. ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ  ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

 

Συνοψίζοντας την υφιστάμενη κατάσταση στο πλαίσιο της ανάλυσης των Μειονεκτημάτων – Πλεονεκτημάτων και Ευκαιριών – Απειλών, αναδεικνύονται οι ακόλουθες δυνατότητες ανάπτυξης της περιοχής

 

-       Η δημογραφική σταθεροποίηση, σε συνδυασμό με το δυναμικό των άνω των 10.000 Παγγαιοριτών, που η αστυφιλία απέσπασε τις τελευταίες δεκαετίες και κατέσπειρε στις γύρω αστικές περιοχές και που διατηρεί ωστόσο ζωηρή την επιθυμία να επιστρέψει και να εργαστεί στον τόπο του, αποτελεί μία ασφαλή ένδειξη εξασφάλισης εργατικού δυναμικού και κεφαλαίων.

 

-       Η ύπαρξη σημαντικών οδικών αξόνων, οι οποίοι προσφέρουν εύκολη πρόσβαση στα γειτονικά αστικά κέντρα (Δράμα 20’, Σέρρες 40’, Καβάλα 40’), και οι οποίοι θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε πόλους ανάπτυξης με την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών κινήτρων.

 

-       Η ολοκλήρωση της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΟΔΟΥ δια της περιοχής, με ανισόπεδο κόμβο στα όρια της, προσθέτει ένα ουσιώδες πλεονέκτημα «ανοίγματος» της περιοχής ανατολικά, δυτικά και προς την πρωτεύουσα του νομού.

 

-       Η οικονομική διάρθρωση της περιοχής, αν και ασθενής (δεδομένου ότι βασίζεται κυρίως στον πρωτογενή τομέα) μπορεί να δεχθεί αναδιαρθρώσεις, στη κατεύθυνση της αξιοποίησης της μεγάλης ποικιλίας τοπικών πρώτων υλών και ενδογενών φυσικών πόρων, αλλά και στην καλύτερη αξιοποίηση και αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού.

 

-       Η πολιτισμική παράδοση τέλος, σε συνδυασμό με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των από τους οικισμούς και την ύπαρξη πλούσιων φυσικών και περιβαλλοντικών πόρων στο ορεινό τμήμα της περιοχής, μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό στοιχείο ανάδειξης της με την κατάλληλη αξιοποίηση.